Τετάρτη 17 Νοεμβρίου 2010

Ο λόγος που έβγαλα σήμερα στο σχολείο για την επέτειο του Πολυτεχνείου

ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ, επέτειος του 2010

Σε κάθε επέτειο, όταν μου ζητούσαν να εκφωνήσω τον πανηγυρικό, έψαχνα να βρω το βαθύτερο νόημά της, την ουσία του εορτασμού, για να το μεταφέρω στους ακροατές, να το μεταδώσω με ακρίβεια, να ανανεώσω –αν θέλετε- τα διδάγματά του. Σήμερα το πρωί θα εκφωνούσα έναν ακόμα πανηγυρικό στο σχολείο, όπως κάθε χρόνο την 17η Νοέμβρη αλλά και στις άλλες εθνικές επετείους.

Προσπάθησα λοιπόν να ξαναθυμηθώ ποιο ήταν το νόημα αυτής της ημέρας. Μου ήρθαν στο νου τα βασικά συνθήματα για ψωμί, παιδεία ελευθερία, για ακαδημαϊκές ελευθερίες, για μια λαϊκή εξέγερση που σήμανε το τέλος μια δικτατορίας, για το μεγάλο γεγονός οι πολλοί να ξεπερνούν ο καθένας το δικό του εγώ και να διαχέονται μέσα σε ένα μεγάλο εμείς, για τον ηρωισμό των παιδιών, των φοιτητών, για το έπος μιας γενιάς και λοιπά και λοιπά. Όλα σωστά αλλά όλα μη ικανοποιητικά. Κάτι δεν καθόταν καλά, κάτι δεν με έπειθε πως αυτά τα λόγια θα έδιναν με τρόπο σωστό και πλήρη το νόημα της μέρας. Και σκέφτηκα να ψάξω λίγο περισσότερο μέσα μου.

Γιατί μέσα μου; Γιατί είμαι κι εγώ ένας από εκείνους τους τύπους που τους λένε γενιά του Πολυτεχνείου. Λόγω ηλικίας βασικά… Το 1973 ήμουν 20 χρονών και τριτοετής στη φυσικομαθηματική σχολή. Ήμουν ακριβώς η γενιά του πολυτεχνείου και βρέθηκα στο επίκεντρο των γεγονότων. Στις καταλήψεις, στη πρώτη και τη δεύτερη Νομική, στη πορεία της Φυσικομαθηματικής, στο Πολυτεχνείο. Οι σκέψεις και τα συναισθήματά μου –δεν μπορεί- θα ήταν σκέψεις και συναισθήματα όλων των συνομηλίκων μου, των συμφοιτητών μου, της γενιάς μου. Αρκούσε να ψάξω μέσα μου και θα έβρισκα το ακριβές νόημα του Πολυτεχνείου. Έκανα λοιπόν μια ενδοσκόπηση. Και αναβίωσα εκείνο το βράδυ, στα κάγκελα του Πολυτεχνείου, μες στους καπνούς και τις φωτιές, υπό τον ήχο των όπλων.

Θυμήθηκα κάποια Τασία με την οποία ήμουν ερωτευμένος. Θυμήθηκα τη μάνα μου και τον πατέρα μου που μου έλεγαν «μην πας εκεί» αν και ήταν αριστεροί. Θυμήθηκα ακόμη και ένα μεγαλύτερο φίλο μου, που δεν ζει πια, που μου έλεγε «κωλόπαιδο, μην πας!». Όλο το βράδυ έβλεπα σφαίρες, τραυματισμένους να τους φέρνουν μέσα στο πρόχειρο ιατρείο που είχε στηθεί, ακόμα και ένα σκοτωμένο είδα, κι εγώ σκεφτόμουν την Τασία που σας είπα προηγουμένως, που μου έλειπε και που θα την ήθελα κοντά μου. Όμως το πιο σπουδαίο ήταν που είχα μιαν έντονη αίσθηση πως ζούσα την Ιστορία την ίδια τη στιγμή που αυτή γραφόταν. Ο δικός μου μικρόκοσμος κι η ιστορία της Ελλάδας συγχρωτίζονταν αρμονικά και ταυτόχρονα μέσα μου.

Μετά σκέφτηκα πως ήμουν τυχερός που έζησα αυτές τις στιγμές. Εσείς, οι σημερινοί μαθητές μου, δεν θα τις ζήσετε ίσως ποτέ με τον τρόπο αυτό και με την ένταση εκείνη, γιατί εσείς ποτέ δεν θα βυθιστείτε στη μιζέρια η οποία είχε προηγηθεί του πολυτεχνείου. Δεν θα ζήσετε –ευτυχώς για σας- τη γελοιότητα μιας δικτατορίας που επειδή δεν μπορούσες να την αντιμετωπίσεις ένιωθες γελοίος και μικρός κι εσύ μαζί της. Και τότε θυμήθηκα πως ζούσαν οι Έλληνες εκείνη την αλήστου μνήμης επταετία. Χωρίς να μπορούν να μιλούν ενάντια στο καθεστώς, επί ποινή καταδίκης μιας ολόκληρης ζωής, χωρίς να έχουν το δικαίωμα να διαβάσουν ελεύθερα μια εφημερίδα, χωρίς να διαλέγουν αυτούς που θα τους κυβερνούσαν, χωρίς κανένα δικαίωμα και μόνο με υποχρεώσεις. Γελοία συνθήματα όπως το «Ελλάς ελλήνων χριστιανών» και το «Πατρίς θρησκεία οικογένεια» είχαν μετατραπεί σε εφιάλτες, χωρίς σινεμά, χωρίς τραγούδι, χωρίς έκφραση, χωρίς τις στοιχειώδεις ελευθερίες της ζωής. Και οι νεοέλληνες υπέμεναν επί 6 ολόκληρα χρόνια αυτό τον ζυγό σχεδόν αγόγγυστα. Δουλοπρεπείς και μικροί, προτιμούσαν να σκύβουν το ανάστημά τους για να περάσει η θύελλα παρά να αντιμετωπίσουν θαρραλέα τη σαπίλα και τον αυταρχισμό. Σκέφτηκα πόσο πολύ ντρεπόμουν για όλα αυτά, πόσο ντρεπόμουν που ήμουν Έλληνας. Να ανέχομαι τη βλακεία να με κυβερνά και να σκύβω το κεφάλι από φόβο. Θυμήθηκα τη ντροπή που ένιωθα για την Ελλάδα και τους Έλληνες. Και θυμήθηκα επίσης, πως εκείνο το βράδυ, στο Πολυτεχνείο, ξέπλενα επιτέλους αυτή τη ντροπή.

Οι Έλληνες κάποτε ήταν ένας περήφανος, λαός. Είπαν «όχι στους Πέρσες» στο Μαραθώνα, είπαν «μολών λαβέ» στις Θερμοπύλες, λάτρεψαν θεούς με ασύγκριτη ομορφιά και γέννησαν τις επιστήμες, τη φιλοσοφία, την τραγωδία, τη δημοκρατία μελετώντας καλύτερα και βαθύτερα από κάθε άλλον λαό την έννοια της ζωής και του θανάτου. Κάποτε όμως υποτάχτηκαν στη Ρώμη, αργότερα στην Τουρκιά, κι έφτασε ο νεοέλληνας να είναι ευνουχισμένος από τα μεγαλύτερα πλεονεκτήματα εκείνου του αρχαίου λαού που έζησε στα χώματα που πατάμε σήμερα, την ανθρώπινη αξιοπρέπεια κατά τη διάρκεια του βίου και την περιφρόνηση του θανάτου τη στιγμή που η πορεία αυτού του βίου έφτανε στο τέλος της. Την χαρά την ώρα της ζωής και την ήρεμη λύπη την ώρα του θανάτου. Και τα δυο αυτά χαρακτηριστικά των Ελλήνων, μας λείπουν σήμερα και μας έλειψαν αποφασιστικά στη διάρκεια των πρώτων έξη χρόνων της επταετίας.

Τους σημερινούς νεοέλληνες μας έκοψαν από τις πραγματικές παραδόσεις μας. Μας γέμισαν με φόβους, μας πότισαν με την νοοτροπία του δούλου και του καραγκιόζη και μας πέταξαν ένα ξερό κομμάτι ψωμί για να διέλθουμε τον βίο μας σε αυτό το αμερικάνικο παγκόσμιο σύστημα που κυβερνά τον κόσμο. Μας έμαθαν μόνο να σταυροκοπιόμαστε και να καίμε λιβάνια. Και κάθε φορά που απαιτήσαμε λίγο από τα δικαιώματά μας ή δείξαμε πως μπορούμε να σηκώνουμε κεφάλι για να πούμε ένα καινούριο «όχι» μας έβαλαν να το πληρώνουμε ακριβά. Με εμφύλιο πληρώσαμε το «όχι» στον Τούρκο κατακτητή, με εμφύλιο πληρώσαμε και το «όχι» στον Γερμανο-ιταλό φασίστα. Όμως αυτή η γενιά που έζησε τους εξευτελισμούς της λειψής μεταπολεμικής δημοκρατίας, βρήκε τον δικό της Μαραθώνα, βρήκε τις δικές της Θερμοπύλες. Είπε ένα μαζικό «όχι» στους δικτάτορες, στην εσωτερική κατοχή, στα τανκς στην αστυνομία και την χωροφυλακή και έσωσε την τιμή των Ελλήνων.

Θυμήθηκα τότε ποιο ήταν το κυρίαρχο συναίσθημα εκείνο το βράδυ. Δίπλα από τους κρότους των όπλων, που πυροβολούσαν ασταμάτητα, δίπλα από τα καπνογόνα, τις φωτιές, τα μαντίλια στο πρόσωπο, τον φόβο και το μούδιασμα του πολιορκημένου που δεν ξέρει τι μέρα θα του ξημερώσει, δίπλα από όλα αυτά υπήρχε μια άγρια χαρά. Ήμασταν κι εμείς λαός ελεύθερων ανθρώπων. Ήμασταν εκείνη τη στιγμή ο γαλλικός Μάης, ήμασταν η εξέγερση των αμερικανών φοιτητών στο πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϋ, είχαμε πάψει να είμαστε η ψωροκώσταινα, ξαναμπαίναμε θριαμβευτικά στον χώρο των πολιτισμένων και δημοκρατικών χωρών της φαντασίας μας, δίναμε στα όνειρά μας την εκδίκηση που αναζητούσαν.

Το Πολυτεχνείο το έκανε μια γενιά όπως εσείς, οι σημερινοί μαθητές και αυριανοί φοιτητές, μια γενιά όμοια με τη δική σας. Εκείνη την γενιά του ’60 και του ’70 την είχαν πήξει στο ψέμα και την είχαν κάνει να ντρέπεται που λεγόταν νέα ελληνική γενιά. Εκείνους, εμάς δηλαδή, την δική μου ηλικία, μας έπηξαν στο φούμαρο και ένα βράδυ τους τα τρίψαμε στη μούρη. Στη Νομική, στη Φυσικομαθηματική, στο Πολυτεχνείο, έγιναν κάποιες εξεγέρσεις για τις οποίες αξίζει κανείς να ζει. Εσάς νεαροί μαθητές μου, σας πήζουν στην ανία και στην αποβλάκωση. Μόνο που δεν το κάνει μια παρέα φασίστες που, στο κάτω-κάτω, εύκολα τους βλέπεις και εύκολα ή δύσκολα μπορείς και τους πετροβολάς. Το κάνει μια ολόκληρη παγκοσμιοποιημένη καπιταλιστική κοινωνία, και το κάνει ύπουλα, μέσα από διαφημίσεις για κινητά και μπιχλιμπίδια, μέσα από μια κουλτούρα που θεοποιεί το στυλ και δεν δίνει δεκάρα για την ουσία των πραγμάτων. Σας μετατρέπουν σιγά αλλά σταθερά σε ένα ανθρώπινο πελτέ και το κάνουν κρυφά και γλυκά ώστε να μην γίνεται αντιληπτό. Δίπλα στα λιβανιστήρια και τα σταυρουδάκια σας βάζουν χαλκάδες στη μύτη και τριπάκια στις φλέβες. Όμως κάποτε θα πέσουν κι εδώ οι μάσκες και θα πείτε κάποτε κι εσείς το δικό σας «όχι».

Το δικό σας Πολυτεχνείο θα είναι μια άλλου τύπου επανάσταση. Δεν θα σας υποδείξω εγώ ούτε τον τρόπο, ούτε τα μέσα. Όταν όμως θα πραγματοποιήσετε κι εσείς τη δική σας εξέγερση, θα δώσετε την ώθηση που χρειάζεται η νεοελληνική κοινωνία μας για να πάει μπροστά. Κι εσείς θα ζήσετε κάτι που θα αξίζει για μια ζωή. Σας το εύχομαι και θα είμαι συμπαραστάτης, κι εγώ κι όλοι όσοι ζήσαμε τότε εκείνη την εμπειρία. Καλό αγώνα!

Δεν υπάρχουν σχόλια: