.
Ένα κομμάτι από το βιβλίο που γράφω με τίτλο "Η δική μας Ανάπλαση" προδημοσιεύω και περιμένω κρίσεις, σχόλια, αντιδράσεις. Το κομάτι αυτό είναι από το πρώτο μέρος, όπου περιγράφεται γενικά το πρόβλημα και περισσότερο δίνει το κλίμα μιας εποχής όπου το περιβάλλον δεν ήταν πρώτη προτεραιότητα στην πόλη μας, για λόγους σοβαρούς, δηλαδή λόγους επιβίωσης.
.
Τα φουγάρα που πετούσαν καπνό, οξέα και σκόνη, με σωματίδια τοξικά μολυσματικά και ρυπογόνα, πετούσαν ταυτόχρονα και «κέρδος χρόνου», χάριζαν την αναγκαία ανάσα για να ανασυγκροτηθούν και να αναπνεύσουν για λίγο οι νέοι οικιστές έτσι ώστε να ξεκινήσουν τον αγώνα για να φτιάξουν από την αρχή τη ζωή τους. Όσο δύσκολο κι αν ήταν να μπεις στο ένα ή το άλλο εργοστάσιο, ωστόσο για τον Δραπετσωνίτη υπήρχε πάντα η ελπίδα πως θα τα καταφέρει αν επέμενε, και στο κάτω-κάτω της γραφής, αν δεν μπορούσε ο ίδιος, θα τα κατάφερνε ο γείτονας και ο παρακάτω της άλλης γειτονιάς και θα έμενε η δουλειά του γείτονα, δηλαδή κάποια δουλειά γυρολόγου, επισκευαστή, αυτοσχέδιου μηχανικού, χτίστη κλπ. σε αυτόν. Έτσι όλοι θα έβγαζαν μεροκάματο.
Πάνω από την πόλη εξείχαν οι καμινάδες. Των Λιπασμάτων, του Τσιμεντάδικου, των γυψάδικων, της ΔΕΗ, του ταμπάκικου, όλων των μικρών και μεγάλων εργοστασίων και βιοτεχνιών που ξερνούσαν στον ουρανό τα αέρια απόβλητα και στη θάλασσα τα λύματά τους. Ο μαύρος ουρανός και η κόκκινη θάλασσα έγιναν το σήμα κατατεθέν μιας περιοχής που κάποτε ήταν σαν κήπος, σαν παράδεισος. Και οι άνθρωποι μέσα σε αυτό το καμίνι πέθαιναν από κάθε είδους αρρώστια. Μέχρι να παραδώσουν όμως το πνεύμα ζούσαν εργαζόμενοι. Και τα παιδιά μπορούσαν να ελπίζουν.
Έτσι όμως κανείς δεν μπορούσε, δεν είχε την όρεξη, το κουράγιο, την άνεση να σκεφτεί το περιβάλλον και την κακοποίησή του. Εξ άλλου δεν ήταν μακριά ο καιρός όπου τα φουγάρα και ο μαύρος καπνός πάνω από την πόλη σήμαιναν πολιτισμό, σήμαιναν πρόοδο. Αν το Μάντσεστερ και το Μπέρμιγχαμ στην Αγγλία φημίζονταν για τις καμινάδες τους, η Δραπετσώνα περηφανευόταν κι αυτή για τις δικές της καμινάδες. Η γη δεν είχε καμιά αξία αν δεν μπορούσε να βγάζει το ψωμί, τον άρτο τον επιούσιο, και για μια τέτοια γη ή θάλασσα κανείς δεν έδινε δεκαράκι. Το φωτοστέφανο της δόξας τυλιγόταν στον αναμφισβήτητο νικητή, τον ευεργέτη, τον τροφοδότη, τα εργοστάσια και την όλο και πιο εντατική λειτουργία τους. Η Δραπετσώνα δεν ήταν παρά ένα κουφάρι πάνω στο οποίο απλωνόταν η βιομηχανική παραγωγή, από το οποίο ξεζουμίζονταν οι εργάτες και οι φυσικοί πόροι και το οποίο όφειλε σε τακτά διαστήματα, σχεδόν καθημερινά, να προσφέρει θυσία στο Μινώταυρο τα καλύτερα νιάτα, την υγεία των πολιτών της που αρρώσταιναν και πέθαιναν με ρυθμούς αφύσικα υψηλότερους από οποιαδήποτε άλλη αστική περιοχή.
Αυτό ήταν το κλίμα προπολεμικά και αυτό το ίδιο τροπάρι συνεχίστηκε και μετά τον πόλεμο, ιδιαίτερα τη δεκαετία του ’50 και του ’60 όταν η Ελλάδα αναστέναζε στα καφενεία της αναδουλειάς και στα γραφεία που έδιναν βίζα για μετανάστευση στην Αυστραλία και τη Γερμανία. Κι εδώ πρώτη προτεραιότητα η καθημερινότητα και το ψωμί-ψωμάκι. Το πακέτο τα τσιγάρα ήταν για πολλούς πολυτέλεια και η Ελλάδα που μόλις είχε βγει από έναν εμφύλιο δεν είχε μάτια για τίποτε άλλο από την επιβίωση.
Εξ άλλου και το πολιτικό κλίμα ήταν βαρύ. Η αμφισβήτηση και του πιο μικρού και αδιάφορου τμήματος του κατεστημένου μπορούσε να σε χαρακτηρίσει «αριστερό» ή «κομμουνιστή και αναρχικό». Η εφημερίδα «Τα Νέα» ήταν ακόμα κι αυτή λόγος για να χαρακτηριστεί κανείς μη εθνικόφρων και συνοδοιπόρος ενώ την «Αυγή» την έπαιρναν μόνο οι ήδη σημαδεμένοι από το καθεστώς και χαρακτηρισμένοι σαν εκτός συστήματος που δεν είχαν παρακάτω να πάνε και σε τίποτε να ελπίζουν. Από την άλλη ο Μποδοσάκης, ο Τσάτσος, τα αφεντικά των εργοστασίων ήταν η κυβέρνηση πίσω από την κυβέρνηση. Όλοι ήξεραν ότι αυτοί κατηύθυναν τις τύχες της Ελλάδας και ότι οι κυβερνήτες και οι υπουργοί πολλές φορές ήταν μαριονέτες στα χέρια τους. Εδώ ολόκληρο εμφύλιο είχαν προκαλέσει και συντηρήσει τόσα χρόνια, εκμεταλλευόμενοι και την επιθυμία του κόσμου για μια αλλαγή, προκειμένου να μπορούν να λυμαίνονται τις αμερικανικές βοήθειες χωρίς έλεγχο και με πλήρη αδιαφάνεια που δήθεν ήταν επιβεβλημένη λόγω των «εκτάκτων» περιστάσεων.
Μέσα σε αυτό το κλίμα ποιος θα αμφισβητούσε τον πατριωτισμό των βιομηχάνων και δεν θα κινδύνευε να χαρακτηριστεί αριστερός και αναρχικός παίρνοντας πόδι από τη δουλειά και αποκλειόμενος δια παντός από όσες «θέσεις» ήλεγχε το δημόσιο, είτε ήταν θέση δημόσιου υπαλλήλου, είτε απλού φαντάρου. Οι ευεργέτες του έθνους, εκτός από την θηλιά που τύλιγαν γύρω από τον λαιμό των πεινασμένων κρατώντας τους για πάντα πεινασμένους, είχαν και μια πραγματική θηλιά της κρεμάλας να κρέμεται κάπου στο βάθος σαν φόβητρο για όποιον τολμούσε να μιλήσει αλλιώτικα και να κατηγορήσει τους ταγούς του έθνους σαν καταστροφείς της πόλης και του φυσικού τοπίου, της υγείας και του πνεύματος των ανθρώπων.
Τα θριαμβεύοντα εργοστάσια έτρωγαν τις σάρκες της πόλης και την υγεία των κατοίκων της, όμως ήταν για πολλά χρόνια κυρίαρχα του τοπίου και σήμα κατατεθέν της περιοχής. Η βιομηχανική ζώνη με το φτηνό εργατικό δυναμικό και τις κάκιστες συνθήκες ζωής άρχισε να ξυπνά σιγά-σιγά από τότε που ζήτησε την ανεξαρτησία της(3) και ειδικότερα από τότε που την κατέκτησε, το 1950(4). Μπήκαν πρώτα στην Πολιτεία τα ζητήματα υγείας, καθαριότητας, κατοικίας, στοιχειώδους καλλωπισμού της πόλης και –με ένα διάλειμμα στη σιωπή της δικτατορίας- άρχισαν να τίθενται και τα ζητήματα ποιότητας ζωής και ποιότητας του περιβάλλοντός της. Μέχρι να γίνει όμως αυτό η Δραπετσώνα έχυνε το αίμα και τον ιδρώτα των κατοίκων της στα καζάνια και τις υψικαμίνους των τσιμέντων, των υαλουργείων, των λιπασμάτων, των ταμπάκικων, των γυψάδικων και όλων των άλλων βιομηχανιών που είχαν βρει στον τόπο αυτό συνθήκες εξυπηρετικές με το άφθονο και φτηνό εργατικό δυναμικό που πάσχιζε για να πετύχει την επιβίωση, ενώ σε όποια φωνή έμοιαζε να αντιστέκεται υπήρχε η καταστολή και η βία της εξουσίας για να την κάνει να σωπάσει πότε με δικαστήρια, πότε με εξορίες και πότε με απλή τρομοκράτηση. Ο καπιταλισμός στην Ελλάδα δεν ήταν και τόσο καθαρή υπόθεση τα χρόνια που προηγήθηκαν, αν βέβαια υπήρξε τέτοιος πουθενά αλλού και σε κάποια άλλη περίοδο της ιστορίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου