.
Τίτλος βιβλίου:
"Άτλαντες στο Αιγαίο"
Άλλοι τίτλοι για το βιβλίο:
"Προμηθέας και Αριάδνη"
ΑΡΓΥΡΗ ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ
"Ατλαντίδα και Πελασγία γη"
κλπ.
Στη συνέχεια, ακολουθεί ένα μέρος από το βιβλίο (από το μέρος Α κεφάλαιο 4). Είναι 20 σελίδες Α4. Όποιος δεν βαριέται το διαβάζει.
Πρόκειται για την τελική μάχη Ατλάντων και Αθηναίων (προηγήθηκαν τρία κεφάλαια, όχι όλα μάχες βέβαια). Η συγκεκριμένη μάχη που περιγράφεται εδώ εκτυλίχτηκε στην Αττική το 9.600 π.Χ. Τότε η στάθμη της θάλασσας ήταν 200 μέτρα πιο χαμηλά και όλες οι πόλεις που αναφέρονται βρίσκονται σήμερα στον βυθό, σε βάθος 200 μέτρων, σκεπασμένες με μεγάλα στρώματα άμμου. Τα ονόματα των πόλεων αυτών δόθηκαν αργότερα (μετά από πολλές χιλιάδες χρόνια) σε νέες πόλεις που αναπτύχθηκαν στην στεριά που απέμεινε μετά τον κατακλυσμό που πλημμύρισε τη γη ανεβάζοντας τη στάθμη των υδάτων. Την εποχή εκείνη η Ατλαντίδα είναι μια παγκόσμια αυτοκρατορία που χρησιμοποιεί και μέταλλα και έχει καλλιεργήσει επιστήμες, ναυσιπλοΐα, γεωργοκτηνοτροφικό πολιτισμό κλπ. ενώ ο υπόλοιπος κόσμος βρίσκεται ακόμα στη λίθινη εποχή.
Επέτης δηλαδή ο αρχηγός της ατλαντικής φρουράς στην Αττική, είναι ο Ύφαττος, ναυσαγέτες και λαφαγέτες είναι καπετάνιοι και λοχαγοί του ατλαντικού στόλου, ο Τυνδάμασσος είναι ο ναύαρχος ή στρατηγός του ατλαντικού στόλου που έχει φτάσει για να καταπνίξει την εξέγερση των Πελασγών της Αττικής.
.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4.- Η ΑΝΤΕΠΙΘΕΣΗ
Ο Τυνδάμασσος κοίταξε έκπληκτος το πλοίο που είχε πάρει φωτιά. Από την κουπαστή του κρέμονταν τα χέρια ενός Άτλαντα πολεμιστή και ένα μέρος από το άψυχο κορμί του. Πάνω στα κουπιά, που έμεναν ασάλευτα και περίμεναν να φτάσει και σε αυτά η φωτιά, ήταν ξαπλωμένα και ακίνητα τα νεκρά κορμιά δύο ακόμη Ατλάντων πολεμιστών με τις μαύρες χλαμύδες βαμμένες κατακόκκινες από το αίμα τους. Ήταν ένα θέαμα που δεν φανταζόταν ότι θα μπορούσε να δει ποτέ στη ζωή του. Άτλαντες πολεμιστές, σκοτωμένοι και ένα πλοίο καμένο από μια επιδρομή των ημιάγριων της Αττικής γης! Ποτέ άλλοτε η ατλαντική αυτοκρατορία δεν είχε ταπεινωθεί τόσο βάναυσα και τόσο απόλυτα.
Αυτό το θέαμα του πλοίου που είχε πάρει φωτιά με τα πτώματα των πολεμιστών να κρέμονται στην κουπαστή και τα κουπιά του, του πάγωνε το αίμα. Οι ακόλουθοί του τον βοήθησαν να πλησιάσει κι άλλο. Άλλοι δυο πολεμιστές νεκροί βρέθηκαν πίσω από ένα βράχο. Οι θώρακές τους ήταν ανοιχτοί και οι χάλκινες πανοπλίες τους σκισμένες από χτυπήματα σπαθιών και ακοντίων. Κοντά τους κείτονταν ακίνητοι σαν παγωμένοι και πέντε-έξη μιγάδες που είχαν πέσει στην μάχη πριν οι σύντροφοί τους εξοντώσουν τους Άτλαντες οπλίτες.
Οι ημιάγριοι ντόπιοι Αθηναίοι δεν κρατούσαν στα χέρια τους καθόλου όπλα κι αυτό ήταν παράξενο. Κανονικά, θα έπρεπε να κρατούν ή να έχουν ριγμένα εκεί δίπλα τους τα ξύλινα σπαθιά με τις λίθινες αιχμές ή τα ακόντια με τις μύτες από πυριτόλιθο. Όμως ήταν φανερό ότι οι ημιάγριοι επιδρομείς είχαν χρησιμοποιήσει σπαθιά σιδερένια και γι αυτό είχαν κάνει τέτοια ζημιά στις χάλκινες πανοπλίες των ατλάντων οπλιτών. Ο στρατηγός άρχισε να νιώθει ακόμα πιο άσχημα, Τα όπλα που είχαν σκοτώσει τους στρατιώτες του ήταν όπλα ατλαντικής κατασκευής. Οι ημιάγριοι είχαν πολύ περιορισμένα όπλα από ξύλο και μυτερούς λίθους που μπορούσαν να ξεσκίζουν τα ζώα με το γυμνό δέρμα αλλά δεν μπορούσαν να διαπεράσουν τις χάλκινες πανοπλίες με τους γερούς θώρακες και τις ασπίδες. Τα ατλαντικά όπλα στα χέρια των ημιάγριων δεν προοιώνιζαν τίποτε καλό. Και τα όπλα των νεκρών έλειπαν δίπλα από τα πτώματα και των ατλάντων και των ημιάγριων γιατί ήταν προφανές ότι οι επιδρομείς τα είχαν μαζέψει στο τέλος της μάχης για να εξοπλίσουν με αυτά και άλλους συμπολεμιστές τους. Έλειπαν και οι χάλκινες περικεφαλαίες με τα άσπρα λοφία και οι ασπίδες οι χάλκινες, οι βαμμένες κόκκινες με το χρώμα της πορφύρας.
«Άραγε οι μιγάδες είχαν καταφέρει να αφοπλίσουν με κάποιο τρόπο τους πολεμιστές και τους είχαν τσακίσει με τα ίδια τα όπλα τους;» αναρωτήθηκε ο Τυνδάμασσος. Σε αυτή την περίπτωση θα επρόκειτο για ασυγχώρητη απροσεξία που θα στερούσε ακόμα και την τιμή της ταφής από τέτοιους πολεμιστές. Δυσκολευόταν να πιστέψει πως όλο το πλήρωμα του πλοίου, και πολεμιστές και ναυσαγέτες είχαν φανεί τόσο αμελείς. Αν δεν ήταν, όμως, αμέλεια, τότε κάτι χειρότερο είχε συμβεί.
Στο μεταξύ το θέαμα γινόταν όλο και πιο τρομακτικό. Οι ακόλουθοι του στρατηγού έσβηναν τη φωτιά με νερό από τη θάλασσα που έριχναν με πήλινα κιούπια όμως το πλοίο ήταν άχρηστο έστω κι αν δεν είχε προλάβει να καεί ολόκληρο. Ανέβηκαν στο κατάστρωμα για να δουν τι είχε γίνει. Κι άλλοι νεκροί, στοιβαγμένοι στο μέσον του πλοίου, κοντά στο κεντρικό κατάρτι. Ακόμη πέντε-έξη από αυτούς ήταν ημιάγριοι Πελασγοί. Τα μάτια τους ήταν ορθάνοιχτα σαν να έβλεπαν τον χάρο που ερχόταν να τους πάρει. Δυο από αυτούς φορούσαν σχισμένες ατλαντικές πανοπλίες ενισχυμένες με φύλλα ορειχάλκου και κρατούσαν σπασμένες ατλαντικές ασπίδες από ξύλο δέρμα και χαλκό. Στα χέρια τους ή παρατημένα δίπλα στα πτώματά τους όμως δεν υπήρχαν ατλαντικά σιδερένια καλοδουλεμένα σπαθιά. Ούτε στα κεφάλια τους ατλαντικές περικεφαλαίες. Πράγμα που σήμαινε δυο πράγματα.
Πρώτον ότι οι μιγάδες είχαν έρθει εδώ φορώντας ατλαντικές στολές που όχι μόνο τους έκαναν δυνατούς και σιδερόφρακτους αλλά επί πλέον τους είχαν βοηθήσει να πλησιάσουν τους πραγματικούς άτλαντες πολεμιστές που δέχτηκαν την επίθεσή τους και τα κτυπήματά τους ανυποψίαστοι και αιφνιδιασμένοι.
Και δεύτερον ότι οι νικητές της μάχης μιγάδες ημιάγριοι είχαν πάρει μαζί τους όπλα και περικεφαλαίες και θώρακες και από τους δικούς τους που είχαν χαθεί αλλά και από τους σκοτωμένους άτλαντες πολεμιστές. Και ακόμη όλο αυτό έδειχνε πως οι επαναστάτες Πελασγοί ήξεραν να χρησιμοποιούν τα ατλαντικά όπλα, τα σιδερένια σπαθιά και τις χάλκινες ασπίδες. Και επειδή κανείς Πελασγός δεν είχε ποτέ την ευκαιρία να μυηθεί στις πολεμικές τέχνες ή να φορέσει πανοπλία ατλαντική, άρα η υπόθεση ήταν ολοφάνερα μια προδοσία. Δεν ήταν λοιπόν αμέλεια των φρουρών αλλά σχέδιο των επαναστατών που είχε βασιστεί σε μια απίστευτη προδοσία.
Ολόκληρο το πλήρωμα του πλοίου είχε θανατωθεί από τα κτυπήματα των εξεγερμένων Πελασγών της Αττικής γης που είχαν αφήσει κι αυτοί τα δικά τους θύματα.
-Πόσοι είναι οι νεκροί; ρώτησε με αγωνία ο Τυνδάμασσος τον Σοιξιτέλη που είχε ανέβει στο πλοίο και προσπαθούσε ταυτόχρονα να σβήσει τη φωτιά και να μετρήσει τους νεκρούς συντρόφους του.
-Είναι όλοι νεκροί στρατηγέ, υπάρχουν δυο δικοί μας οπλίτες σκοτωμένοι εδώ ενώ άλλος ένας οπλίτης μας επιπλέει στη θάλασσα εδώ κοντά στην πρύμνη του πλοίου. Υπάρχουν και αρκετοί ημιάγριοι νεκροί, όμως όλοι οι δικοί μας, και οι οχτώ φρουροί του πλοίου μας έχουν χαθεί, είπε ο νεαρός με τρεμάμενη φωνή.
Το θέαμα των πτωμάτων ήταν τρομακτικό. Οι νεαροί Άτλαντες δεν θα ξαναέβλεπαν την πατρίδα.
-Οι νεκροί που μετρήσαμε είναι οχτώ άρα ολόκληρη η φρουρά του πλοίου έπεσε στη μάχη, είπε ο Τυνδάμασσος. Ήταν γενναίοι!
-Πρώτη φορά μιγάδες καίνε πλοίο μας στρατηγέ!
-Το ξέρω, έκανε ο Τυνδάμασσος εκνευρισμένος και ανήσυχος
Πλησίασε έναν νεκρό Πελασγό. Τον έπιασε από το στήθος και έκανε να τον σηκώσει κάπως. Ήταν ασήκωτος. Το στήθος του ήταν ολόκληρο μια ανοιχτή πληγή και το αίμα του είχε βάψει κόκκινο τον σχισμένο χάλκινο θώρακά του.
-Φοράει ατλαντική πανοπλία ενισχυμένη μάλιστα με ορείχαλκο, είπε ο Τυνδάμασσος. Δεν την πήρε τώρα από τους δικούς μας, ήρθε εδώ φορώντας αυτή την πανοπλία, και δεν έχει μαζί του ούτε ασπίδα ούτε ξίφος. Τα μάζεψαν φεύγοντας οι δικοί του όταν σκοτώθηκε γιατί δεν ήταν ξύλινα και πέτρινα όπως αυτά εκεί. Επομένως, ετούτος εδώ ο μιγάς ήταν ντυμένος σαν Άτλαντας. Κάποιος του είχε δώσει τη στολή μας και ίσως να τον είχε μάθει να χειρίζεται τα ξίφη και τα ακόντιά μας. Κάποιος προδότης εξόπλισε τους άγριους με όπλα και γνώσεις και τους βοήθησε να εξοντώσουν τη φρουρά μας και να κάψουν το πλοίο μας!
Ο στρατηγός ήταν εξοργισμένος που έβλεπε την προδοσία αποδεδειγμένη πλέον μπροστά στα μάτια του. Έπρεπε να ξεσκεπάσει άμεσα τους προδότες και να καλύψει τα ίχνη αυτής της καταστροφής πριν διαδοθεί παντού το νέο για την νίκη αυτή των Πελασγών. Δεν πρόλαβε όμως να ενεργήσει προς αυτή την κατεύθυνση. Η φωνή ενός πολεμιστή ακούστηκε δυνατή και απελπισμένη.
-Στρατηγέ, έκαναν επίθεση στο οπλοστάσιό μας, σκότωσαν εδώ κι άλλους δικούς μας, πήραν τον εξοπλισμό μας!
Πίσω από ένα λόφο υπήρχε ένας άλλο μικρό λιμανάκι όπου υπήρχαν και εκεί ατλαντικά πλοία με τις φρουρές τους. Εκεί ήταν και το μέρος όπου φυλάγονταν τα όπλα των Ατλάντων που έφευγαν από τα πλοία και πήγαιναν στην Ελευσίνα για διάφορες εργασίες, επισιτισμού του στρατεύματος ή επισκευών. Κανείς άλλος δεν ήξερε γι αυτό το μέρος πλην εκείνων που το φρουρούσαν και των λαφαγετών που συνεδρίαζαν στο πολεμικό συμβούλιο. Η προδοσία φαινόταν πως είχε μεγάλες διαστάσεις και πιο φριχτά αποτελέσματα από ό,τι είχαν νομίσει αρχικά.
Άλλοι πέντε Άτλαντες πολεμιστές κείτονταν νεκροί μπροστά από την πύλη της αποθήκης όπου φυλάγονταν τα όπλα. Τριγύρω υπήρχαν και μιγάδες νεκροί, χτυπημένοι προφανώς από τους φρουρούς πριν κι αυτοί εξοντωθούν. Έλειπαν και πάλι τα όπλα τους και οι πανοπλίες τους εκτός από τμήματα των πανοπλιών που είχαν καταστραφεί από τα χτυπήματα των σπαθιών και των κονταριών κατά τη διάρκεια της μάχης. Η πύλη ήταν ανοιχτή και η αποθήκη ήταν άδεια.
-Ψάξατε παντού; ρώτησε ο στρατηγός
-Λείπουν όλα, επιβεβαίωσε ο Σοιξιτέλης
Τα όπλα είχαν κλαπεί και ένας μικρός στρατός των γηγενών ήταν πλέον εξοπλισμένος ισάξια με τους Άτλαντες. Θα πρέπει να ήταν τουλάχιστον διακόσιες οι πανοπλίες που είχαν κλαπεί και άλλα τόσα ακόντια, ξίφη, ασπίδες κλπ. Έλειπαν και τα τόξα. Ο Τυνδάμασσος πλησίασε και είδε με τα μάτια του τους νεκρούς και τα σημάδια της μάχης που πρέπει να ήταν μια πολύ φονική μάχη σώμα με σώμα και να κράτησε πολύ ώρα καθώς οι νεκροί ήταν πολλοί, τα σημάδια από τα χτυπήματα πολλά και το αίμα που είχε χυθεί είχε βάψει κόκκινο το έδαφος και την άμμο. Ένα ακόμη ατλαντικό πλοίο ήταν καμένο και κατεστραμμένο από τσεκουριές και από μια φωτιά που είχε πια σβήσει. Η καταστροφή φαινόταν εντυπωσιακή και ανεπανάληπτη. Δεν ήταν μόνο οι απώλειες, ήταν κυρίως το γεγονός ότι οι ημιάγριοι και άγριοι Πελασγοί αντιμετώπιζαν τους Άτλαντες σαν ίσοι προς ίσους και χωρίς κανένα φόβο.
-Πίσω στην Ελευσίνα, ίσως κινδυνεύει η Λάρισσα, είπε ο Τυνδάμασσος
Είχε μαζί του για προσωπική του φρουρά δεκαπέντε πολεμιστές. Μόνοι τους δεν θα έκαναν τίποτα αν οι γηγενείς που είχαν εξοπλιστεί και οι άλλοι που τους βοηθούσαν με ξύλα και πέτρες ήταν εκατοντάδες. Θα έπρεπε να ανασυνταχτεί όλο το στράτευμα για να αντιμετωπίσει την καινούρια δύσκολη κατάσταση. Έπρεπε με κάθε τρόπο να ειδοποιηθούν οι πολεμιστές που πολιορκούσαν τις πόλεις και τα χωριά ότι ήταν άμεση ανάγκη να συγκεντρωθούν όλοι στην Ελευσίνα. Επίσης έπρεπε να ειδοποιηθούν και τα άλλα πλοία ότι ο εχθρός ήταν επικίνδυνος και καμουφλαρισμένος αφού πλησίαζε τις φρουρές φορώντας ατλαντικές στολές και τις αιφνιδίαζε. Έπρεπε να γίνουν πάρα πολλά μέσα σε ελάχιστο χρόνο.
-Σοιξιτέλη, θα πας στην Αθήνα να ειδοποιήσεις τον λαφαγέτη Αλβηνέρεω να ανασυνταχτεί στην πεδιάδα των Τραπεζώνων . Θα στείλεις απεσταλμένους μου, με διαταγή μου που θα έχει την σφραγίδα μου και στους άλλους λαφαγέτες, τον Μολλονθέα που πολιορκεί την Μεγαρίδα, τον Αλυπεσσό που πολιορκεί την Αιγινθία και τον Αριστόνεω που πολιορκεί την Λαυρεωτία, να μαζευτούν όλοι στους Τραπεζώνες. Και τα πλοία μας, να πλησιάσουν στο λιμάνι των Τραπεζώνων. Εκεί θα δώσουμε την μάχη για να τσακίσουμε αυτή την επανάσταση.
Ο Τυνδάμασσος, αφού έδωσε τις σχετικές εντολές κι έστειλε τον Σοιξιτέλη και άλλους αγγελιαφόρους του να κάνουν τις ειδοποιήσεις, πήρε μαζί του πέντε Άτλαντες πολεμιστές και ξεκίνησε για την ατλαντική βάση. Ήδη στο βάθος προς την κατεύθυνση όπου βρισκόταν η Ελευσίνα ο ουρανός φωτιζόταν από φωτιές που είχαν ανάψει εκεί. Δεν βρίσκονταν πολύ μακριά και μετά από μερικές ώρες θα μπορούσαν να είναι εκεί αν έκοβαν δρόμο από ένα κοντινό βουνό. Δεν υπήρχε λόγος να τηρούνται όροι ασφάλειας των μετακινήσεων τώρα που η μάχη είχε ανάψει και που οι υποτιθέμενοι εξαντλημένοι Πελασγοί, αντί μιας παράδοσης άνευ όρων είχαν βγει στην αντεπίθεση και είχαν τραυματίσει σοβαρά και το γόητρο αλλά και το αυτοκρατορικό στράτευμα. Η πεζοπορία θα ήταν δύσκολη αλλά δεν υπήρχε χρόνος για καθυστέρηση ή δισταγμό. Ξεκίνησαν με την ελπίδα να φτάσουν πριν νυχτώσει. Και με μεγάλη ταλαιπωρία και απίστευτο κουράγιο κατάφεραν να πλησιάσουν στην Ελευσίνα και να δουν το τρομακτικό θέαμα.
Η Ελευσίνα καιγόταν ολόκληρη. Η Λάρισσα που ήταν ένα απόρθητο οχυρό βρισκόταν κι αυτή στις φλόγες. Ο ναός του Ποσειδώνα καιγόταν. Ένα ξύλινο ξόανο της Αθηνάς στεκόταν στο πιο ψηλό σημείο του φρουρίου, εκεί όπου ο Τυνδάμασσος συνήθιζε να κάθεται και να θαυμάζει το γαλήνιο –άλλοτε- αττικό τοπίο. Το ξόανο είχε πέπλα στο ξύλινο σώμα του και περικεφαλαία στο κεφάλι και έλαμπε στο φως της φωτιάς που έκαιγε τα πάντα τριγύρω. Για τον στρατηγό το θέαμα ήταν τρομακτικό και ισοδυναμούσε με την συντέλεια του κόσμου. Οι Πελασγοί σκλάβοι είχαν γίνει κυρίαρχοι του αυτοκρατορικού φρουρίου έχοντας εξοντώσει –προφανώς- τους Άτλαντες φρουρούς. Ο κόσμος ολόκληρος είχε καταρρεύσει. Το αδύνατο είχε γίνει δυνατό. Τη στιγμή που είχε πια πιστέψει πως ο θρίαμβός του στην Αττική είχε πλησιάσει, όταν έμεναν μόνο τρεις πόλεις και ένα χωριό για να καμφθεί οριστικά η εξέγερση των γηγενών, τότε ακριβώς τους βρήκε αυτή η συμφορά. Οι Πελασγοί είχαν αντεπιτεθεί, με τη βοήθεια κάποιων προδοτών φυσικά, και είχαν ανατρέψει την κατάσταση. Αντί να καίγεται η Αθήνα, καιγόταν η Ελευσίνα. Και μια παρακατιανή θεά είχε υψωθεί στην απόρθητη άλλοτε ακρόπολη της Ελευσίνας, φορώντας μια γυαλιστερή περικεφαλαία των Ατλάντων σαν λάφυρο.
Κάποιοι Άτλαντες που είχαν τραπεί σε φυγή κι είχαν αποφύγει τον θάνατο βρέθηκαν στον δρόμο του. Τους ρώτησε με οργή και θυμό τι είχε συμβεί κι έμαθε τα γεγονότα. Οι Άτλαντες πολεμιστές μέσα στο φρούριο ήταν περίπου πενήντα αφού όλοι οι άλλοι βρίσκονταν διασκορπισμένοι στις πόλεις της Αττικής Πελασγίας όπου επιτηρούσαν τους υποταγμένους πολίτες των πόλεων που είχαν παραδοθεί ή απέκλειαν τις πόλεις που ακόμα αντιστέκονταν. Οι επιτιθέμενοι ήταν πολλές εκατοντάδες. Θα τους υπολόγιζαν περίπου σε χίλιους. Και πάρα πολλοί από αυτούς ήταν εξοπλισμένοι με τα όπλα και τις πανοπλίες των Ατλάντων. Οι πιο πολλοί ήταν Αθηναίοι και τους ακολουθούσαν και αρκετοί άγριοι. Αρχηγός τους ήταν ο Αθηναίος βασιλιάς Κέκρωψ.
Για να παραπλανήσει την αυτοκρατορική φρουρά έστειλε αγγελιαφόρους να ζητήσουν την παράδοση του φρουρίου, ωστόσο, και χωρίς να περιμένει την απάντηση, επιτέθηκε στην πόλη. Έδειχνε να έχει σχέδιο επίθεσης και να έχει καταφέρει να φτιάξει αξιόμαχο στράτευμα από Αθηναίους, άλλους Πελασγούς και άγριους. Και, επί πλέον, είχε πολλές πληροφορίες για τους Άτλαντες, για την πόλη της Ελευσίνας και για την Λάρισσα ακόμη, που τις χρησιμοποίησε για να κάνει την επέμβασή του πιο εύκολη και επιτυχή.
Με δύναμη πολλή έπεσαν στα τείχη της Ελευσίνας και τα κατέλαβαν με μιας καθώς οι λίγοι υπερασπιστές κλείστηκαν στη Λάρισσα. Ωστόσο η επίθεση συνεχίστηκε αμείωτη. Ολόκληρη τη μέρα διάρκεσε η πολιορκία της Λάρισσας. Θα μπορούσε, υπό άλλες συνθήκες, να είχε κρατήσει μήνες ολόκληρους, όμως κράτησε μόνο μισή μέρα. Κι αυτό γιατί οι εξεγερμένοι έπεφταν με αυτοθυσία και χωρίς καμιά φειδώ για τη ζωή τους πάνω στα τείχη και στα ατλαντικά όπλα προσπαθώντας να σπάσουν την αντίσταση των πολιορκημένων. Και το κυριότερο ήταν ότι γνώριζαν πολλά. Γνώριζαν ότι υπήρχε μια μυστική διέξοδος από το φρούριο προς τον ναό του Κρόνου και πήγαν να μπουν στο φρούριο από εκεί. Δεν δυσκολεύτηκαν να περάσουν μέσα στη Λάρισσα δέκα Αναβύσσιοι με τον Άμφιμο και να ανοίξουν τις πόρτες. Ο όχλος και οι πολεμιστές των εξεγερμένων μπήκαν μέσα και κατατρόπωσαν τους Άτλαντες υπερασπιστές του φρουρίου. Δεν γλίτωσε κανείς από όσοι βρίσκονταν εκεί. Έπεσαν μαχόμενοι μέχρις ενός και δεν παραδόθηκαν ούτε ζήτησαν επιείκεια. Μόνο έναν Άτλαντα συνέλαβαν ζωντανό, τον Ύφαττο. Ήταν διαταγή του Κέκροπα. Αυτό όμως δεν το γνώριζαν οι πολεμιστές που είχαν ξεφύγει και που ανακρίνονταν τώρα από τον Τυνδάμασσο.
-Εσείς πως ξεφύγατε; ήταν η ερώτηση του στρατηγού
-Ήμασταν στα τείχη της Ελευσίνας, γύρω από τη Λάρισα
-Μας απώθησαν προς τα έξω για να μην μας έχουν πίσω τους
-Γιατί δεν επιτεθήκατε να τους ενοχλήσετε, να γλιτώσετε κάποιους από τους φρουρούς της Λάρισσας.
-Δεν υπήρχε ελπίδα στρατηγέ!
-Πως κρίνεις εσύ αν υπήρχε ή όχι ελπίδα
-Δεν ήταν δική μας δουλειά να κρίνουμε, εμείς ακολουθούμε διαταγές!
-Ποιος λαφαγέτης σας διέταξε να φύγετε;
-Ο Γελεσσός. Αυτός ήταν ο αρχηγός των δυνάμεών μας στα τείχη της Ελευσίνας, του είπαν, αυτός έκρινε ότι πρέπει να φύγουμε
-Και που βρίσκεται ο Γελεσσός τώρα;
-Έμεινε στη Λάρισσα για να την υπερασπίσει. Θα είναι τώρα νεκρός!
-Συνεχίστε, πείτε μας τι έγινε, τους ζήτησε ο Τυνδάμασσος
-Όπως σου είπαμε στρατηγέ οι επιτιθέμενοι ήταν πολλές εκατοντάδες και πολύ σύντομα είχαν καταλάβει την πόλη
-Αντισταθήκατε μέχρι τέλους;
-Όταν μπήκαν στο φρούριο από τον ναό του Κρόνου χάθηκαν όλα. Εμείς μείναμε χωρίς ακόντια, και διαταχτήκαμε να πάρουμε τον δρόμο για την Αθήνα. Εκεί ξέρουμε ότι υπάρχουν δικά μας στρατεύματα που πολιορκούν την πόλη. Όμως βρήκαμε εσάς στον δρόμο μας στρατηγέ!
-Πόσες πολεμικές στολές είχαμε στο φρούριο;
-Περίπου πεντακόσιες
-Τόσο πολλές;
-Υπολογίζουμε και τις πανοπλίες εκείνων που ήρθαν από τα πλοία
Ο Τυνδάμασσος ήταν απογοητευμένος και λίγο φοβισμένος
-Δηλαδή πρέπει να έχουν στη διάθεσή τους πάνω από επτακόσιες πανοπλίες, έναν ολόκληρο στρατό!
Ο στρατηγός και οι σύντροφοί του καταλάβαιναν πόσο δύσκολα είχαν γίνει τα πράγματα. Είχε χάσει ήδη μέχρι τώρα αρκετούς πολεμιστές, στα πλοία που κάηκαν, στην αποθήκη με τα όπλα στο λιμάνι και στην Ελευσίνα που είχε πέσει στα χέρια των επαναστατών. Εξακολουθούσε να έχει ένα δυνατό στρατό που όμως ήταν διασκορπισμένος στην πολιορκία των πόλεων της Αττικής και έπρεπε να ανασυνταχτεί για να γίνει αξιόμαχος και να λυγίσει τους επαναστάτες. Από την άλλη, οι γηγενείς είχαν ήδη ένα εξοπλισμένο ισχυρό σώμα πολεμιστών που –όπως φαινόταν- είχε μάθει να χρησιμοποιεί τα ατλαντικά όπλα και ακόμα διέθεταν κάποιες χιλιάδες πολεμιστών άγριων και ημιάγριων, με όπλα της λίθινης εποχής, που όμως μπορούσαν να γίνονται πολύ επικίνδυνοι έτσι όπως έπεφταν χωρίς φόβο για τη ζωή τους πάνω στους Άτλαντες πολεμιστές.
«Θα λογαριαστούμε στους Τραπεζώνες», σκέφτηκε ο Τυνδάμασσος. Σκόπευε να ανασυντάξει εκεί το στράτευμά του που ήταν ακόμα πολύ ισχυρό και να αντιμετωπίσει τους εξεγερμένους. Δεν ήταν η πολιορκία τώρα το σημαντικό αλλά η μάχη κατά μέτωπο με όλες του τις δυνάμεις εναντίον του στρατού που είχαν φτιάξει οι μιγάδες και ο οποίος είχε αποδειχτεί αξιόμαχος και επικίνδυνος αλλά βέβαια δεν μπορούσε ποτέ να φτάσει τον δικό του εκπαιδευμένο στρατό των Ατλάντων πολεμιστών που είχαν μάθει την πολεμική τέχνη από μικρά παιδιά. Με την τακτική του θα μπορούσε να συντρίψει τους αντιπάλους του αρκεί το πεδίο της μάχης να ήταν ανοιχτό και να συγκρούονταν οι δυο στρατοί με το σύνολο των δυνάμεών τους. «Ακόμα κι αν αυτοί έχουν την αριθμητική υπεροχή, εγώ διαθέτω καλά εκπαιδευμένους πολεμιστές και λαφαγέτες για να τους καθοδηγούν, κι έχω τους θεούς μαζί μου, έχω τον μεγάλο Ποσειδώνα απέναντι σε αυτή την ψευτο-Αθηνά που την έντυσαν με κουρέλια και της έβαλαν περικεφαλαία» σκέφτηκε ο στρατηγός υπολογίζοντας πως ακόμα κι οι θεοί θα τον βοηθούσαν.
Οι υπολογισμοί του όμως δεν ήταν σωστοί. Κι αυτό γιατί δεν μπόρεσε να προβλέψει ότι, πριν ακόμα οι απεσταλμένοι του φτάσουν στον Αλβηνέρεω που πολιορκούσε την Αθήνα με διακόσιους Άτλαντες πολεμιστές και πριν του δώσουν τη διαταγή να συμπτυχθεί στην πεδιάδα των Τραπεζώνων, μια νέα καταστροφή θα είχε συμβεί. Οι Αθηναίοι βγήκαν έξω από τα τείχη τους και αιφνιδίασαν τους Άτλαντες που επιτηρούσαν την πόλη πολιορκώντας την από μακριά. Επιτέθηκαν με σφοδρότητα στον Ατλαντικό στρατό και τον ανάγκασαν να αμυνθεί. Και τότε, πριν προλάβουν οι Άτλαντες να συντρίψουν αυτούς τους θρασείς Αθηναίους που τολμούσαν να τους επιτίθενται με ξύλινα σπαθιά, βρέθηκαν περικυκλωμένοι από τον Πελασγικό και Αθηναϊκό στρατό που γυρνούσε από την Ελευσίνα.
Το σχέδιο του Κέκροπα αποδείχτηκε απόλυτα επιτυχημένο και μεγαλοφυές. Πρώτα θα γινόταν μια επίθεση στην Ελευσίνα για να εξοπλιστούν οι Αθηναίοι και οι σύμμαχοί τους Πελασγοί των άλλων πόλεων και στη συνέχεια θα ακολουθούσε η περικύκλωση και η εξόντωση του σώματος των Ατλάντων που πολιορκούσαν την Αθήνα. Η μάχη των Αθηνών ήταν σφοδρή. Διακόσιοι Άτλαντες βρέθηκαν ανάμεσα σε διασταυρωμένα πυρά. Από μπροστά τους χίλιοι περίπου Αθηναίοι τους επιτίθεντο με μανία και από πίσω τους άλλοι τόσοι οπλισμένοι με σιδερένια και χάλκινα όπλα τους τσάκιζαν. Βέλη από τοξότες τους χτυπούσαν από μακριά και τους εξαντλούσαν πριν προφτάσουν να αντεπιτεθούν κατά των επαναστατών. Τα σπαθιά των Ατλάντων δεν έσπαγαν εύκολα τις ασπίδες των Αθηναίων αφού πλέον αυτές ήταν χάλκινες, ενώ τα χτυπήματά τους με τα ξίφη δεν έσκιζαν σαν χαρτί τα κορμιά των Πελασγών που τώρα προστατεύονταν από χάλκινους θώρακες. Και τα σπαθιά των Αθηναίων δεν έσπαγαν πια όταν χτυπούσαν πάνω στις χάλκινες ασπίδες τους γιατί δεν ήταν ξύλινα αλλά σπαθιά από σίδερο και ατσάλι και τα χτυπήματά τους ήταν εξ ίσου τρομερά με τα χτυπήματα των Ατλάντων.
Έγινε μια μάχη σώμα με σώμα, όπου οι Αθηναίοι και οι σύμμαχοί τους ήταν εξ ίσου καλά εξοπλισμένοι με τους Άτλαντες αλλά η τρομακτική αριθμητική υπεροχή καθώς και η ορμή των εξεγερμένων και η προθυμία τους για έναν ένδοξο θάνατο ήταν τόσο μεγάλες που έγειραν την πλάστιγγα με το μέρος τους. Η μάχη ήταν ένα μακελειό, μόνο που αυτή τη φορά εκείνοι που χαλάστηκαν οριστικά ήταν οι Άτλαντες. Έπεσαν όλοι μέχρις ενός. Μαζί τους έπεσαν οι λαφαγέτες Αλβηνέρεως και Ταυραδήνεως που διοικούσαν το σώμα των Ατλάντων. Ήταν ηρωικός θάνατος αλλά και ολοκληρωτική καταστροφή. Οι απώλειες των Αθηναίων ήταν πολλαπλάσιες καθώς πάνω από χίλιοι επαναστάτες έπεσαν στο πεδίο της μάχης. Ο Εύδικος και ο Άμφιμος καθώς και οι περισσότεροι Αναβύσσιοι πολεμιστές έπεσαν μέχρις ενός. Όμως η απώλεια των διακοσίων Ατλάντων ήταν το μεγάλο γεγονός.
Ο Κέκρωψ περπάτησε για λίγο ανάμεσα στους νεκρούς που κείτονταν στο πεδίο της μάχης. Έκλαψε από θλίψη πάνω από τα πτώματα των Αθηναίων και των άλλων Πελασγών και έκλαψε από χαρά πάνω από τα πτώματα των εχθρών του. Η ιστορία του κόσμου έδειχνε ότι θα μπορούσε να αλλάξει δραματικά μετά από αυτή τη μάχη.
Το νέο προκάλεσε τρόμο στις τάξεις του Ατλαντικού στρατού και ενθουσιασμό στις τάξεις των επαναστατών. Ο Κέκρωψ έγινε ο απόλυτος αρχηγός όλων των επαναστατικών στρατευμάτων, οι άγριοι πλαισίωσαν με ακόμα μεγαλύτερα πλήθη τον Αθηναϊκό και Πελασγικό στρατό και όλοι ετοιμάστηκαν για την μεγάλη και τελική αναμέτρηση. Μερικές μέρες μετά, οι δυο στρατοί βρέθηκαν αντιμέτωποι για την τελική μάχη στην πεδιάδα των Τραπεζώνων.
Οι Άτλαντες μετρήθηκαν και βρέθηκαν ότι είχαν απομείνει εξακόσιοι. Στο σύνολό της η αυτοκρατορική δύναμη έφτανε τους οκτακόσιους πενήντα όμως οι υπόλοιποι έπρεπε να βρίσκονται στα πλοία για να τα προστατεύουν διατηρώντας τα μακριά από τις ακτές. Αλλά και οι εξακόσιοι δεν ήταν πλήρως εξοπλισμένοι. Άλλοι δεν είχαν πια τις χάλκινες πανοπλίες τους, άλλοι δεν είχαν τα ακόντιά τους, άλλοι δεν είχαν βέλη στις φαρέτρες τους. Ο Αλβηνέρεως και ο Ταυραδήνεως είχαν χαθεί στη μάχη των Αθηνών. Ο Βρούσεθρις, επικεφαλής της δύναμης στην Ελευσίνα είχε χαθεί κι αυτός. Ο Ύφαττος είχε συλληφθεί από τους Αθηναίους και σύντομα θα τον εκτελούσαν. Ο Σοιξιτέλης είχε χαθεί κι αυτός στην Αθήνα. Οι απώλειες από την κλοπή των όπλων και τις ήττες στην Ελευσίνα και την Αθήνα ήταν εμφανείς και είχαν ρίξει εν μέρει το ηθικό των πολεμιστών αλλά αυτό δεν θα απέτρεπε τους Άτλαντες από το να δώσουν την σκληρή μάχη και να κατατροπώσουν τους εξεγερμένους έστω και την τελευταία στιγμή.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες που είχε ο στρατηγός, οι επαναστάτες Αθηναίοι και λοιποί Πελασγοί που ήταν αντιμέτωποί τους και που μαζεύονταν κι αυτοί σιγά-σιγά στην πεδιάδα των Τραπεζώνων και στα κοντινά υψώματα, θα ήταν πολύ περισσότεροι. Οι επτακόσιοι περίπου από αυτούς θα ήταν οπλισμένοι με τα όπλα των Ατλάντων. Θα διέθεταν και τοξότες. Θα υπήρχαν και τουλάχιστον άλλες δυο χιλιάδες πολεμιστές με όπλα της λίθινης εποχής. Και μαζί τους θα ήταν άγνωστος αριθμός αγρίων φυλών που τους βοηθούσαν για να πάρουν λάφυρα και να γλιτώσουν από την επικυριαρχία των Ατλάντων και τον ετήσιο φόρο σε σκλάβους. Όλοι αυτοί μαζί έκαναν την αναλογία πάνω από επτά με οχτώ γηγενείς απέναντι σε έναν Άτλαντα. «Αστεία αναλογία στο παρελθόν, σοβαρό πρόβλημα σήμερα» σκέφτηκε ο Τυνδάμασσος. Γιατί στο παρελθόν ένας Άτλαντας μπορούσε πολύ εύκολα να τα βάλει και με δέκα και παραπάνω πολεμιστές της λίθινης εποχής, σήμερα όμως, αντιμέτωπος με τα δικά του όπλα, ήταν ευάλωτος και καθόλου βέβαιος νικητής. Η αριθμητική υπεροχή των γηγενών γινόταν πλέον σοβαρό πρόβλημα που έπρεπε να βρει τρόπους για να το αντιμετωπίσει. Θα έπρεπε να τοποθετήσει τα στρατεύματά του με τέτοιο τρόπο ώστε να εξουδετερώσει το πλεονέκτημα των μιγάδων και αγρίων που τον απειλούσαν με ήττα.
Κοντά του ο Τυνδάμασσος είχε τον Μολλονθέα, τον Αλυπεσσό και τον Αριστόνεω. Ο Υάκινθος βρισκόταν με τα πλοία και πέντε μόνο κωπηλάτες πολεμιστές στο καθένα, ίσα-ίσα για να τα κρατούν μακριά από τη στεριά και να τα προστατεύον από ενδεχόμενη επίθεση των επαναστατών. Κρατούσε έτσι περίπου διακόσιους πενήντα πολεμιστές μακριά από την πεδιάδα των Τραπεζώνων κι αυτοί μπορούσαν να αποδειχτούν κρίσιμοι για την έκβαση της μάχης. Δεν μπορούσε όμως να αφήσει τα πλοία εκτεθειμένα στις επιθέσεις των Αθηναίων. Κοντά στον Τυνδάμασσο βρέθηκε σε λίγο και ο Γελεσσός, ο λαφαγέτης που είχε στην ευθύνη του την άμυνα της Ελευσίνας. Είχε γλιτώσει από τη σφαγή και είχε έρθει εδώ στην πεδιάδα για να ενωθεί με το στράτευμα του στρατηγού. Οι εξακόσιοι περίπου Άτλαντες πολεμιστές που απέμεναν θα έδιναν την τελική μάχη στην πεδιάδα των Τραπεζώνων.
Κοντά του ο Κέκρωψ είχε τα παιδιά του, τον Ερεχθέα και τον Ερεχθίονα καθώς και την Ελλοπία που έδειχνε ανήσυχη για την τύχη του φυλακισμένου Ύφαττου. Είχε τους αρχηγούς των πολεμιστών από την Ανάβυσσο, από την Αιγινθία, την Μεγαρίδα, την Λαυρεωτία αλλά και την Κορινθία που είχε στείλει πολεμιστές για ενίσχυση παρά το γεγονός ότι είχε δηλώσει υποταγή στην αυτοκρατορία, καθώς και τους αρχηγούς των αγρίων που είχαν δεχτεί να τεθούν υπό τις διαταγές του. Είχε σχεδόν επτακόσιους οπλισμένους πολεμιστές, πολλούς τοξότες και χιλιάδες πολεμιστών με λίθινα όπλα καθώς και χιλιάδες αγρίων που συμπαραστέκονταν στους γηγενείς στη μάχη τους με τους κατακτητές. Ακόμα είχε μαζί του χιλιάδες γυναικόπαιδα, έτοιμους κι αυτούς να πέσουν στη μάχη έστω και για να εμποδίσουν με τα νεκρά σώματά τους τις μετακινήσεις των ατλάντων. Με ένα τέτοιο παθιασμένο αλλά και εξοπλισμένο πλήθος κάτω από τις διαταγές του ο Κέκρωψ ένιωθε δυνατός. Για να εκμεταλλευτεί την αριθμητική του υπεροχή έφτιαξε ένα σχέδιο μάχης όπου μεγάλα τμήματα του στρατού του θα περικύκλωναν τους Άτλαντες και θα τους ακινητοποιούσαν έστω κι αν γι αυτό θα χρειαζόταν μεγάλος αριθμός στρατιωτών και βοηθητικών να πέσουν κάτω από τα χτυπήματα του αυτοκρατορικού στρατού.
Χίλιοι περίπου εθελοντές για να θυσιαστούν βρέθηκαν. Αυτοί θα έπεφταν με νύχια και δόντια και τα ξύλινα σπαθιά πάνω στους Άτλαντες για να τους κρατήσουν στις θέσεις τους ώστε να μπορέσουν οι τοξότες να τους χτυπήσουν σκληρά και να προλάβουν οι οπλισμένοι Αθηναίοι να κάνουν την κυκλωτική κίνηση. Τα βέλη θα σκότωναν αδιακρίτως δικούς και εχθρούς αλλά οι εθελοντές το ήξεραν και αυτό ακριβώς επιζητούσαν. Θα κρέμονταν πάνω στους Άτλαντες, έστω και χτυπημένοι, αρκεί να κρατούσαν τους εχθρούς εκτεθειμένους στα βέλη των τοξοτών Αθηναίων. Μετά, όλα θα ήταν σχετικά εύκολα.
-Η Αθηνά είναι μαζί μας. Το ξόανό της θα βρίσκεται μαζί μας στη μάχη όλη την ημέρα. Μαζί της θα νικήσουμε, φώναξε ο Κέκρωψ στον λόγο που έβγαλε για τους πολεμιστές του το πρωί της κρίσιμης μάχης.
-Θα νικήσουμε βασιλιά Κέκροπα, είπαν οι άλλοι αρχηγοί με μια φωνή
-Θα νικήσουμε πατέρα μας και βασιλιά μας, είπαν οι γιοι του
Ο Ερεχθέας και ο Ερεχθίων ήταν οι στρατηγοί που πάνω τους βασιζόταν ένα μεγάλο μέρος από την επιτυχία του σχεδίου του Κέκροπα. Ένιωθαν το βάρος της αποστολής τους και πίστευαν ότι θα μπορούσαν να ανταποκριθούν. Η μέρα της ελευθερίας πλησίαζε. Θυσίασαν στους θεούς για τους εθελοντές που θα εξέθεταν τον εαυτό τους σε τέτοιο τρομερό κίνδυνο θανάτου αύριο προκειμένου να συνεισφέρουν στην απελευθέρωση της πατρίδας τους, ανακοίνωσαν με συγκίνηση τα ονόματά τους και υποσχέθηκαν αναμνηστικές στήλες για την ηρωική πράξη που θα έκαναν την επομένη μέρα. Ύστερα ξεκουράστηκαν περιμένοντας την κρίσιμη ώρα.
Στο στρατόπεδο των Ατλάντων, εκείνο το ίδιο το πρωί, αντί της ηρεμίας πριν τη μάχη, επικράτησε πανδαιμόνιο. Ο Ύφαττος βρέθηκε στο στρατόπεδο των Ατλάντων έχοντας ξεφύγει από τους Αθηναίους φύλακές του. Τον πήγαν αμέσως στον Τυνδάμασσο όχι μόνο για να χαρεί που ο φίλος του ήταν σώος αλλά και για τις πληροφορίες που θα είχε να δώσει από το αντίπαλο στρατόπεδο. Οι δυο άντρες έπεσαν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου.
-Σε είχαμε όλοι για χαμένο, είπε ο στρατηγός στον επέτη
-Και θα ήμουν πραγματικά χαμένος αν δεν με ελευθέρωνε η Ελλοπία
-Αυτό που λες είναι τρομερό φίλε μου
-Ωστόσο είναι η αλήθεια!
-Χαίρομαι που θα σε έχω κοντά μου στη μεγάλη μάχη που θα δώσουμε
-Θα είναι πολύ δύσκολος ο αγώνας μας στρατηγέ, προειδοποίησε ο επέτης
-Μαζί με τον Ποσειδώνα και τον Κρόνο θα δώσουμε τη μάχη και θα την κερδίσουμε. Παρά τις απώλειες που είχαμε ως τώρα, ο στόχος μας θα επιτευχθεί εδώ, στους Τραπεζώνες.
-Πέσαμε με προδοσία, είπε ο Ύφαττος
-Αυτό το έχω δει κι εγώ, μόνο που δεν ξέρω ακόμη τους προδότες
-Τα έμαθα όλα εγώ, είπε ο Ύφαττος, κι όσα δεν είδα μου τα είπε και μου τα έδειξε η Ελλοπία
-Ε, λοιπόν, τι περιμένεις, μίλησε επέτη, θέλω να το μάθω κι εγώ αμέσως αυτά που ξέρεις!
-Μας πρόδωσαν από την πατρίδα. Οι κλειστόβουλοι!
-Το φαντάστηκα! Ο άτιμοι, οι προδότες! Δύστυχε Ίνδικτε!!
-Έστειλαν δυο πράκτορες, τον Ραλισσάνθεω και τον Παγαινθέα. Αυτοί έφεραν όπλα στους Αθηναίους και τους έμαθαν την πολεμική μας τέχνη. Αυτοί τους ξεσήκωσαν! Τους συμβούλεψαν να βάλουν κατασκόπους για να μάθουν πληροφορίες για τη φρουρά μας κι έτσι μας επιτέθηκαν την προηγούμενη φορά
-Σε αυτό σε είχε προδώσει η Ελλοπία σου;
-Ναι, είπε με σκυμμένο το κεφάλι ο Ύφαττος
-Μην το παίρνεις επί πόνου, έτσι είναι οι γυναίκες…
-Δεν είναι έτσι εκείνη, είπε ο επέτης
-Εντάξει φίλε μου, όμως σε πρόδωσε, σε χρησιμοποίησε…
-Ναι, ... όμως … παρ’ όλα αυτά δεν παύω να την εκτιμώ και, να, που εκείνη με ελευθέρωσε τώρα και μου είπε για ολόκληρη την προδοσία. Στα μάτια μου εξιλεώθηκε στρατηγέ, αν και ούτε κι αυτό χρειαζόταν για να την σκέφτομαι κάθε μέρα…
-Και γιατί τους ξεσήκωσαν την προηγούμενη φορά; αφού δεν είχαν ελπίδες, και ηττήθηκαν από την φρουρά της Λάρισσας και μόνο!
-Για να προκαλέσουν μιαν αποστολή πιο μεγάλη όπως η δική σου στρατηγέ, και να μπορέσουν να πλήξουν την Ατλαντίδα σοβαρά.
-Δηλαδή μας περίμεναν; Και όλα αυτά που τους κάναμε, τις πόλεις που κάψαμε, τις υποταγές, τις εκτελέσεις, όλα αυτά τα υπέμεναν συνειδητά; αυτό θέλεις να πεις;
-Έτσι μου είπε η Ελλοπία. Και μου το βεβαίωσε και ο Εριχθόνιος
-Είναι ο … τρίτος στη σχέση σας; ρώτησε ο στρατηγός
-Όχι αυτός, ο Εριχθόνιος είναι ο αδελφός του άντρα της, εκείνος λέγεται Ερεχθέας, είναι και οι δυο γιοι του Κέκροπα του αρχηγού τους που τον λένε βασιλιά τους. Ο Ερεχθέας βοήθησε την Ελλοπία να με ελευθερώσει και με έβγαλε από την πόλη για να μπορέσω να έρθω εδώ.
-Και τι σου είπε;
-Το σχέδιο το κατάστρωσε ο Κέκρωψ με τη βοήθεια των εμπόρων από την Ατλαντίδα. Οι καταστροφές που υπέστησαν από εμάς ήταν μέσα στους υπολογισμούς του. Φύλαξε όσες δυνάμεις μπορούσε και επιτέθηκε όταν εμείς νιώσαμε δυνατοί και ήσυχοι και αφήσαμε την Ελευσίνα με μια μικρή μόνο φρουρά. Έτσι μπόρεσε να εξοπλίσει τους Αθηναίους του και να κρατήσει το μεγάλο μέρος του στρατού του απείραχτο. Να σκεφτείς ότι τώρα στην δύναμή του έχει ενσωματώσει και πολεμιστές από την Ανάβυσσο που την καταστρέψαμε ολοσχερώς αλλά και από την Κορινθία που την θεωρούμε υποταγμένη. Τους διαφύλαξε και έχει ακόμη μαζί του χιλιάδες αγρίων που έχουν έρθει για λάφυρα. Πιστεύουν ότι θα μας νικήσουν!
-Είναι τόσο μεγάλος βασιλιάς αυτός ο Κέκρωψ;
-Τα σχέδια και οι πληροφορίες είναι ατλαντικής έμπνευσης. Χωρίς τους προδότες δεν θα μπορούσε να μας απειλήσει κανείς…
-Άρπαξε όμως την ευκαιρία…
-Ναι, την ευκαιρία που του έδωσαν από την πατρίδα, είπε ο επέτης
-Και όλα αυτά τα έκαναν οι αντίπαλοι του Ίνδικτου με στόχο την αναταραχή και την πτώση του! Κι ας θρηνήσουν οι Ατλαντίδες μάνες τόσα θύματα, ε;. Κι ας είμαστε αδέλφια με κοινό αίμα, ε; Ε, λοιπόν, δεν μπορεί να θεωρούνται Άτλαντες τέτοιοι προδότες! Και αξίζουν την πιο μεγάλη και φρικτή τιμωρία που θα την βρουν οπωσδήποτε μόλις γυρίσουμε στην πατρίδα.
Ο Ύφαττος τον άκουγε κατανοώντας την αγανάκτησή του.
-Όμως, φίλε μου, συνέχισε ο Τυνδάμασσος, αυτοί οι δυο έμποροι έχουν φύγει από καιρό. Που έμαθαν οι Αθηναίοι τις πληροφορίες για το οπλοστάσιό μας των πλοίων; Δεν ήξερε γι αυτό ούτε η Ελλοπία ούτε και κανείς άλλος εκτός από τους πολεμιστές μας. Και πως ήξεραν πώς να μπουν στην Λάρισσα όταν έκαναν την επίθεση στην Ελευσίνα πριν μερικές μέρες. Αυτό δεν μπορεί να τους το είχε πει η Ελλοπία γιατί το πέρασμα από το Κρόνιο φτιάχτηκε πρόσφατα και μετά την πρώτη τους εξέγερση.
-Μα ο καθοδηγητής τους τώρα ήταν ο Γελεσσός. Αυτός τους έδωσε τις πληροφορίες για τα πλοία μας και για τα περάσματα από την πόλη της Ελευσίνας στη Λάρισσα μέσα από τον ναό του Κρόνου
-Ο Γελεσσός ;;; έκανε έκπληκτος ο στρατηγός
-Ναι! Αυτός είναι ο απεσταλμένος των κλειστόβουλων, ο προδότης που κουβαλούσες στρατηγέ μαζί σου από την πατρίδα.
-Ο Γελεσσός!!! ξαναείπε εντυπωσιασμένος ο στρατηγός, τι είναι αυτά που λες επέτη, γνωρίζεις τι κατηγορία αποδίδεις σε ένα λαφαγέτη; Γνωρίζεις ότι πρόκειται για έναν αριστοκράτη από την Κρονία που η σκέψη της προδοσίας δεν μπορεί να περάσει από το μυαλό του;
-Μην είσαι τόσο απόλυτος στρατηγέ για κανέναν άλλον εκτός από τον εαυτό σου, τον προειδοποίησε ο Ύφαττος
-Πες μου πως το γνωρίζεις;
-Μου το είπε ο ίδιος ο Εριχθόνιος που μίλησα μαζί του αρκετές φορές.
-Είσαι βέβαιος; έκανε και πάλι ταραγμένος ο στρατηγός
-Βέβαιος είμαι, αλλά … γιατί κάνεις έτσι… αυτός σκοτώθηκε στην Ελευσίνα, έτσι δεν είναι;
-Λάθος! Γλίτωσε και είναι εδώ!
Ο Ύφαττος έμεινε με το στόμα ανοιχτό
-Απόρησα κι εγώ πως γλίτωσε, συνέχισε ο στρατηγός, αλλά τώρα όλα εξηγούνται! Δεν γλίτωσε, απλά τον άφησαν να φύγει αφού είναι ο δικός τους καθοδηγητής! Ο προδότης! Θα τον σκίσω εγώ με τα ίδια μου τα χέρια, έκανε αγανακτισμένος ο Τυνδάμασσος
-Να ειδοποιήσουμε την αυτοκρατορική φρουρά να τον συλλάβει, πρότεινε ο επέτης
-Αυτός είναι δική μου υπόθεση, είπε ο Τυνδάμασσος με τρομερή οργή που ξεχείλιζε από μέσα του
Ο στρατηγός δεν άφησε κανέναν άλλον να πλησιάσει τη σκηνή του Γελεσσού. Πήγε ο ίδιος κρατώντας το σπαθί του για να μετρηθεί με τον προδότη. Ήταν βέβαιος ότι θα τον έβρισκε στη σκηνή του καθώς ο Γελεσσός δεν μπορούσε να ξέρει πως ο Ύφαττος θα είχε μάθει για την προδοσία του. Το ότι είχε ξεφύγει δεν σήμαινε πως θα μπορούσε να έχει μάθει τόσο βασικά μυστικά των επαναστατών. Ο Ύφαττος ακολούθησε τον στρατηγό μέχρι τη σκηνή του Γελεσσού κρατώντας κι αυτός το σπαθί του στο χέρι.
Δεν βρήκαν όμως εκεί κανένα. Η σκηνή ήταν άδεια και ο λαφαγέτης δεν ήταν πουθενά. Φεύγοντας είχε πάρει μαζί του τα προσωπικά του αντικείμενα και το σπαθί του χωρίς να φορέσει την πανοπλία του. Φαίνεται πως είχε καταλάβει ότι ο Ύφαττος τα ήξερε όλα ή είχε κρυφακούσει τη συζήτησή τους και προτίμησε την φυγή. Κι έφυγε βιαστικά πριν τον προλάβουν. Το μόνο μέρος που είχε για να πάει ήταν το στρατόπεδο των Αθηναίων συμμάχων του. Και η φυγή του ήταν η περίτρανη απόδειξη της προδοσίας του.
Ο στρατηγός ξεσήκωσε το στρατόπεδο. Φωνάζοντας ότι ο Γελεσσός ήταν προδότης και ότι προσπαθούσε να ξεφύγει κατάφερε να ενεργοποιήσει τους φρουρούς του στρατοπέδου που βρίσκονταν μερικές εκατοντάδες μέτρα μακριά. Ο προδότης παγιδεύτηκε μέσα στον κλοιό των φρουρών αφού δεν είχε προλάβει να απομακρυνθεί από το στρατόπεδο. Βρέθηκε αποκλεισμένος όμως πάλεψε για την ελευθερία του. Κατάφερε τελικά να ξεφύγει πληγώνοντας δυο φρουρούς που του έκλεισαν τον δρόμο. Πηδώντας από ένα βράχο από ύψος οχτώ μέτρων περίπου χωρίς να χτυπήσει, βρέθηκε κάπως μακριά από τους διώκτες του και κατάφερε να τους ξεφύγει οριστικά. Από εκεί και πέρα ο δρόμος του προς το στρατόπεδο των Αθηναίων ήταν ανοικτός.
-Ο προδότης ολοκλήρωσε την προδοσία του, τώρα είναι στο στρατόπεδο των ημιάγριων, έγινε ένας από αυτούς, φώναζε ο Τυνδάμασσος
-Αυτό πρέπει να το μάθουν οπωσδήποτε στην Ατλαντίδα, είπε ο Ύφαττος
-Για να το μάθουν εκεί πρέπει πρώτα να νικήσουμε εδώ, του υπενθύμισε ο Τυνδάμασσος
Σε περίπτωση νίκης του Τυνδάμασσου, ο Ίνδικτος θα πληροφορείτο επίσημα για την προδοσία των κλειστόβουλων και θα μπορούσε να τους εξουδετερώσει δια παντός, αν όμως ο Τυνδάμασσος έχανε, τότε όλες οι πληροφορίες περί προδοσίας θα ενταφιάζονταν μαζί του κι εκείνος που έμενε για να μεταφέρει το μήνυμα της ήττας θα ήταν ο ίδιος ο Γελεσσός! Θα μπορούσε να τους πει ό,τι ήθελε εκείνος, να βγει εκείνος πατριώτης κι οι υπερασπιστές της πατρίδας να χαρακτηριστούν προδότες!
-Το κάθαρμα δεν θα καθαρίσει τόσο εύκολα! φώναξε ο Τυνδάμασσος
Μάζεψε τον στρατό. Με ένα εμπνευσμένο λόγο τους εμφύσησε το πνεύμα της νίκης. Τους μίλησε για την μεγάλη πατρίδα τους, για τον σπουδαίο πολιτισμό που αυτοί ήταν οι φορείς του, για τους θεούς που ήταν μαζί τους και για το χρέος τους απέναντι στα παιδιά τους και τις οικογένειές τους που τους ήθελαν νικητές και τιμημένους. Τους μίλησε και για τις δυσκολίες που προέκυψαν από την προδοσία και τους έδωσε να καταλάβουν ότι αυτός ο αγώνας ήταν ο «υπέρ πάντων αγών».
-Οι Άτλαντες θα πολεμήσουν για την πατρίδα. Δεν μπορούν να μας νικήσουν άγριοι και ημιάγριοι λαοί, είναι κατώτερα όντα, τη νίκη τους δεν θα την θέλουν ούτε οι θεοί, είπε ο Μολλονθέας θέλοντας να εμψυχώσει τους πολεμιστές έστω κι αν δεν πίστευε και πολύ σε αυτά που εκστόμιζε.
-Στρατηγέ, θα πολεμήσουμε τον υπέρ πάντων αγώνα και αν χρειαστεί θα πέσουμε μέχρις ενός, διαβεβαίωσε ο Αλυπεσσός
-Όλοι μας είμαστε έτοιμοι για τη μεγάλη μάχη. Πολεμάμε για τον πολιτισμό μας και την δόξα της Ατλαντίδας κόντρα στην αγριότητα αυτών των φυλών. Θα νικήσουμε! φώναξε και ο Αριστόνεως.
-Θα νικήσουμε και θα κάνουμε τις θυσίες μας στον Ποσειδώνα, κι ύστερα θα γυρίσουμε θριαμβευτές στην πατρίδα για να τιμωρήσουμε τους προδότες που μας έφεραν σε αυτή τη δύσκολη θέση, είπε ο Τυνδάμασσος.
Οι πολεμιστές γευμάτισαν ελαφρά και ήπιαν λίγο από το κρασί της Αττικής γης. Προετοιμάστηκαν για την αυριανή μεγάλη μητέρα των μαχών, την πιο μεγάλη μάχη της ιστορίας. Ποτέ άλλοτε μέχρι τότε δεν είχε τύχει να συγκρουστούν σε μια μάχη πάνω από τρεις χιλιάδες πολεμιστές. Ακόμα και οι μεγαλύτερες μάχες στην Ατλαντίδα, μεταξύ των βασιλέων την εποχή της αναταραχής, δεν ήταν παρά πόλεμοι των χιλίων συνολικά ανδρών. Κανένα στράτευμα δεν ήταν τόσο ισχυρό όσο αυτό που οδήγησε στην Πελασγική Αττική γη ο Τυνδάμασσος και σε καμιά αποικία δεν έτυχε ποτέ να σταθούν αντιμέτωποι των Ατλάντων τόσοι πολλοί όσοι τώρα. Ποτέ δεν είχε αμφισβητηθεί η αυτοκρατορική εξουσία τόσο άμεσα και τόσο έντονα και ποτέ άλλοτε δεν διακυβεύονταν τόσα πολλά σε μια μάχη. Ακόμα και η ίδια η ύπαρξη του βασιλιά άνακτα στην Ατλαντίδα και η πολιτική της μοναδικής και αναμφισβήτητης υπερδύναμης όλων των αιώνων παιζόταν εδώ. Ίνδικτος ή ένας από τους αμφισβητίες του κλειστόβουλους; Όλοι ένιωθαν την κρισιμότητα της στιγμής δεν μπορούσαν όμως να φανταστούν ότι η έκβαση της αυριανή μάχης θα καθόριζε και το μέλλον του κόσμου ολόκληρου.
Στο στρατόπεδο των Αθηναίων, ο Κέκρωψ προετοίμαζε τον δικό του στρατό για την μεγάλη μάχη. Δεν ήταν βέβαια ένας πραγματικός και τακτικός στρατός όλοι αυτοί που είχε υπό τις διαταγές του. Κανείς δεν είχε εκπαιδευτεί για να γίνει πολεμιστής. Κι όσοι είχαν μάθει να χρησιμοποιούν τα σιδερένια και χάλκινα όπλα, το είχαν κάνει κρυφά και χωρίς δασκάλους που να γνωρίζουν την πολεμική τέχνη. Ήταν όλοι τους ερασιτέχνες της τελευταίας στιγμής απέναντι σε ένα επαγγελματικό αυτοκρατορικό στράτευμα έμπειρο και ικανό. Εκτός από τους δυο γιους του που είχαν μάθει να υπακούουν στο γενικό πρόσταγμα του αρχηγού, όλοι οι άλλοι αρχηγίσκοι των πολεμιστών των πόλεων ή των αγρίων υπάκουαν μόνο αν ενέκριναν και οι ίδιοι τη διαταγή. Όχι για άλλο λόγο αλλά γιατί δεν ήξεραν τι θα πει αυτοπειθαρχία και γιατί ποτέ άλλοτε δεν είχαν πολεμήσει τακτικό στρατό. Από άποψη στρατιωτικής τέχνης ο Κέκρωψ διοικούσε ένα συνοθύλευμα πολεμιστών που ποιοτικά βρισκόταν πολύ πιο κάτω από τους αντιπάλους του. Ήξερε όμως ότι είχε δυο μεγάλα πλεονεκτήματα, αυτό της αριθμητικής υπεροχής και εκείνο του υψηλού ηθικού. Και είχε το πλεονέκτημα να μπορεί να χειριστεί την οργή των καταπιεσμένων για όσα είχαν υποστεί και τη λαχτάρα των σκλάβων που διψούσαν για ελευθερία.
Δεν ήταν λίγα όλα αυτά, και σε αυτόν ακριβώς τον τομέα κρίθηκε και η μάχη. Οι Αθηναίοι και οι Αθηναίες και οι άλλοι Πελασγοί και Πελασγές που δεν είχαν όπλα στα χέρια τους παρά πέτρες και κοντάρια και ξύλινες ασπίδες, έπεσαν πάνω στους αιφνιδιασμένους Άτλαντες πριν καλά-καλά ξημερώσει. Με φοβερή αυτοθυσία και επιθυμία για ένδοξο θάνατο κράτησαν με νύχια και με δόντια τους πολεμιστές όρθιους ώσπου κάποιοι από αυτούς να δεχτούν τα βέλη των Αθηναίων τοξοτών. Έπεφταν δυο και τρεις και πέντε επαναστάτες και μαζί τους έπεφτε χτυπημένος και ένας Άτλας πολεμιστής. Τους ακινητοποιούσαν και τους έκαναν στόχους για τα βέλη τσακίζοντας το ηθικό τους και διασπώντας τις γραμμές τους. Και ύστερα έπεσαν πάνω τους χίλιοι Πελασγοί με ξύλινα σπαθιά και λίθινα τσεκούρια και λιανίστηκαν αλλά πρόλαβαν να αφανίσουν αρκετούς. Και κυρίως διέσπασαν τις γραμμές τους και τους έκαναν συνοθύλευμα άτακτο από εκεί που ήταν καλά διατεταγμένος στρατός. Και τότε έπεσαν πάνω τους οι επτακόσιοι οπλίτες Αθηναίοι, καλά εξοπλισμένοι με τις σιδερένιες πανοπλίες και τα ακόντια και τα σιδερένια σπαθιά και τις χάλκινες ασπίδες.
Η πεδιάδα των Τραπεζώνων είχε μεταβληθεί σε ένα απέραντο σφαγείο. Το αίμα ανάβρυζε από τα σώματα Ατλάντων και Πελασγών και έβαφε το χώμα και το χαμηλό ξερό χόρτο που κάλυπτε την επιφάνεια του τόπου της φοβερής σύγκρουσης. Σε μάχες σώμα με σώμα οι Άτλαντες πολεμιστές έσειαν τα σιδερένια σπαθιά τους κι έκοβαν στα δυο τους ανυπεράσπιστους από θώρακες ή ασπίδες άγριους, πλήγωναν τους θωρακισμένους με πανοπλίες Αθηναίους πολεμιστές και με τους αγκώνες τους προσπαθούσαν να απαλλαγούν από τις ηρωικές Πελασγές που γραπώνονταν από πάνω τους για να τους ακινητοποιήσουν ώστε να γίνονται εύκολοι στόχοι. Αυτές οι γυναίκες και τα παιδιά που, ακόμη κι όταν από τα χτυπήματα των πολεμιστών εξέπνεαν, συνέχιζαν να κρατιούνται από τους θώρακες των αιφνιδιασμένων Ατλάντων για να συνεχίσουν να τους εκθέτουν στον κίνδυνο. Οι πολεμιστές της αυτοκρατορίας αντιμετώπιζαν με σθένος και απίστευτη καρτερικότητα τα θανατηφόρα βέλη, τα ακόντια με τις σιδερένιες λόγχες, τα ξύλινα σπαθιά, τα λίθινα τσεκούρια ή τα κοφτερά σπαθιά των αντρών του Πελασγικού στρατού. Η μάχη ήταν πολύ σκληρή και πολύ αιματηρή καθώς όλοι οι εμπλεκόμενοι μάχονταν μέχρι θανάτου και κανείς δεν υποχωρούσε ούτε ένα μέτρο από τις θέσεις του.
Γιγαντομαχίες ανάμεσα σε πολέμαρχους της μιας ή της άλλης πλευράς έγιναν σε διάφορα σημεία της πεδιάδας των Τραπεζώνων εκείνη την ημέρα. Ο Αριστόνεως από την Ταλώα έδωσε μια τέτοια απίστευτη προσωπική μάχη με τον αρχηγό των Μεγαρέων Πολυκράτη και κατάφερε να τον ρίξει κάτω και να του δώσει το τελειωτικό κτύπημα αφήνοντάς τον με μια έκφραση απορίας στο πρόσωπό του καθώς έπεφτε νεκρός. Ο Αλυπεσσός από την Αζάη συγκλόνισε στον αγώνα του με τον Αθηναίο γιο του Κέκροπα, τον Ερεχθέα, καθώς και οι δυο πάλεψαν με τρομερή δύναμη εξασκώντας την τέχνη του πολέμου, μέχρι που ο λαφαγέτης έπεσε νεκρός κάτω από το κτύπημα που ο Ερεχθέας του κατάφερε διαπερνώντας με το ξίφος του την πανοπλία του.
Ο Ύφαττος πάλευε με άγριους και Πελασγούς και είχε μεθύσει από αυτό το μακελειό όταν είδε ξαφνικά την Ελλοπία να δίνει κάπου εκεί κοντά τη μάχη της σαν μια μικρή θεά, οπλισμένη με ατλαντικά όπλα, ασπίδα και κοντάρι, στο πλάι του Ερεχθέα. Πλησίασε την αγαπημένη του γυναίκα σπρώχνοντας όποιον έβρισκε μπροστά του και αγνοώντας τον οποιοδήποτε κίνδυνο από αυτή του την τυφλή μετακίνηση. Τρέχοντας έφτασε κοντά της και την κοίταξε κατάματα σαν να ήταν η τελευταία φορά που θα αντίκριζε το πρόσωπό της. Τον είδε κι εκείνη αλλά ταυτόχρονα έβγαλε και μια κραυγή σπαρακτική. Ο Ερεχθέας είχε δεχτεί ένα κτύπημα στον ώμο από κάποιον Άτλαντα πολεμιστή και είχε γονατίσει. Ο πολεμιστής ετοιμαζόταν να του πάρει το κεφάλι με το σπαθί του σηκωμένο ψηλά και στην κατάλληλη για το τελικό κτύπημα γωνία. Ο Ύφαττος χωρίς να το σκεφτεί, όρμησε στον Άτλαντα συμπολεμιστή του και τον κτύπησε με την ασπίδα του σπρώχνοντάς τον πιο εκεί. Ο Άτλας αιφνιδιασμένος έπεσε κάτω και κοίταξε έκπληκτος τον επέτη πολέμαρχο μη μπορώντας να καταλάβει τι είχε συμβεί. Ο Ύφαττος του έκανε νόημα να απομακρυνθεί και στάθηκε εκείνος με το σπαθί του στον λαιμό του Ερεχθέα. Ο πολεμιστής απομακρύνθηκε και απέμειναν εκεί, σε μια στιγμή που έμοιαζε με αιώνα οι τρεις τους. Ο Ερεχθέας πεσμένος στη γη, ο επέτης με το σπαθί του στον λαιμό του Αθηναίου και η Ελλοπία μπροστά τους ακίνητη έχοντας χάσει τη μιλιά της.
Ο Ύφαττος κατέβασε το κοφτερό του σπαθί κάτω κι έπαψε να απειλεί τον Αθηναίο. Απευθύνθηκε στην Ελλοπία.
-Θέλω τον Γελεσσό!
-Θα σε πάω εγώ να τον βρεις, του είπε αυτή
Ο επέτης έριξε μια τελευταία ματιά στον Αθηναίο διάδοχο του θρόνου του Κέκροπα και ακολούθησε την γυναίκα της ζωής του. Ο Ερεχθέας μη έχοντας άλλη επιλογή σηκώθηκε κι άρχισε να πολεμάει με κάποιους άγριους που έρχονταν προς το μέρος του με σκοπό να τον αποτελειώσουν. Όταν σκότωσε και τον τελευταίο από αυτούς κοίταξε προς το μέρος της Ελλοπίας και του Ύφαττου. Κατευθύνονταν προς τον λόφο πάνω στον οποίο βρισκόταν το παρατηρητήριο του πατέρα του και εκεί βρισκόταν και ο Γελεσσός.
-Εκεί πάνω είναι ο προδότης; τη ρώτησε ενώ έτρεχαν προς τον λόφο
-Βγάλε τη στολή σου και φόρα αυτή τη χλαμύδα, του είπε εκείνη καθώς πλησίαζαν στο παρατηρητήριο
Ο επέτης πήρε από τα χέρια της τη χλαμύδα των Αθηναίων και την περιεργάστηκε. Του φαινόταν παράξενο και άβολο να τη φορέσει, ήταν όμως αναγκαίο
-Δεν θέλω να πειράξεις τον Κέκροπα, του ζήτησε
-Άλλος είναι ο μοναδικός μου στόχος και το ξέρεις, της είπε εκείνος
-Με συγχώρεσες; τον ρώτησε για μια και μόνο φορά
-Δεν έκανες τίποτε κακό, έκανες αυτό που έπρεπε να κάνεις για τη δική σου πατρώα γη. Σε σκεφτόμουνα πάντα σαν μια θεά, έτσι σε σκέφτομαι και τώρα, της είπε
-Λίγους ανθρώπους έχω γνωρίσει σαν εσένα!
-Θέλω να με πας κοντά του, της ζήτησε
Τον βοήθησε να φορέσει τη χλαμύδα που ανήκε σε κάποιον Αθηναίο που κείτονταν εκεί κοντά νεκρός από ένα ατλαντικό βέλος. Ο Ύφαττος έβγαλε την στολή του Άτλαντα στρατηγού και φόρεσε την χλαμύδα του απλού Αθηναίου πολεμιστή. Φόρεσε και ένα κράνος για να μη αναγνωρίζεται και ακολούθησε την Ελλοπία. Χάρη σε αυτήν πέρασαν πολύ εύκολα όλους τους φρουρούς της αθηναϊκής φρουράς και έφτασαν πολύ εύκολα στη βασιλική σκηνή του Κέκροπα.
Ο βασιλιάς ήταν στο παρατηρητήριο, σε ένα σημείο όπου ο λόφος κοβόταν απότομα και υπήρχε ένας γκρεμός ύψους πολλών μέτρων. Από την άκρη αυτού του γκρεμού μπορούσε να παρατηρεί καλύτερα τη μάχη. Κοίταζε και έδινε οδηγίες που αγγελιαφόροι με φτερά στα πόδια τις μετέδιδαν στους αρχηγούς των διαφόρων σωμάτων που είχε υπό τις διαταγές του. Η αγωνία του ήταν εμφανής όπως και η αγωνία του Γελεσσού που βρισκόταν δίπλα του. Ο Κέκρωψ είδε την Ελλοπία και ανησύχησε. Γιατί ήταν μόνη της; που ήταν ο άντρας της και γιος του; Τη ρώτησε αμέσως αν συνέβη τίποτε κακό και αν είναι καλά ο Ερεχθέας.
-Ο γιος σου είναι καλά και συνεχίζει να σκοτώνει Άτλαντες, σε μια στιγμή όμως που βρέθηκε σε δύσκολη θέση, τον έσωσε αυτός εδώ ο πολεμιστής, είπε η Ελλοπία κι έδειξε τον συνοδό της με την χλαμύδα
Ο Ύφαττος πλησίασε τον βασιλιά και τον λαφαγέτη. Ο Κέκρωψ τον κοίταξε με ευγνωμοσύνη.
-Να σε ευχαριστήσω πολεμιστή γιατί βοήθησες τον γιο μου, είπε στον επέτη που είχε πλησιάσει πολύ.
Αντί για οποιαδήποτε άλλη απάντηση, ο Ύφαττος πέταξε την χλαμύδα αποκαλύπτοντας το όπλο που κρατούσε και ορθώνοντας το ξίφος του έριξε μια δυνατή μαχαιριά στον ανύποπτο Γελεσσό που είδε το αίμα να αναβρύζει από το στήθος του κι έπεσε στα γόνατα. Κανείς δεν είχε προλάβει να αντιδράσει και ο Ύφαττος έβγαλε την περικεφαλαία του και κοίταξε στα μάτια τον χτυπημένο λαφαγέτη που ψυχορραγούσε.
-Κοίταξέ με προδότη για να ξέρεις ποιος σε σκοτώνει! είσαι χαμένος και άτιμος και νεκρός τρισάθλιε! του είπε και κατέβασε το ξίφος του διαπερνώντας τον λαιμό του και φτάνοντας στην καρδιά του.
Καθώς ο Γελεσσός έπεφτε άψυχος με το σπαθί του επέτη καρφωμένο στην καρδιά του, ο Κέκρωψ και οι φρουροί του κινήθηκαν με προτεταμένα τα σπαθιά προς τον δολοφόνο του συνεργού τους. Εκείνος όμως δεν έδειξε καμιά διάθεση να πολεμήσει. Ο Ύφαττος τραβήχτηκε άοπλος προς την άκρη του γκρεμού. Κοίταξε προς τα κάτω και γύρισε προς τη γυναίκα.
-Σε χαιρετώ μικρή θεά, είπε στην Ελλοπία
-Μην πέσεις, δεν θα σε σκοτώσουν, είπε εκείνη τρομαγμένη που τον έβλεπε να επιχειρεί να πέσει στον γκρεμό ενώ κρατούσε το χέρι του βασιλιά και έγνεφε στους πολεμιστές να μην του επιτεθούν
Ο Κέκρωψ που κατάλαβε τι πήγαινε να γίνει προσπάθησε να τον αποτρέψει φωνάζοντάς του
-Πολεμιστή, όποιος κι αν είσαι, έσωσες τον γιο μου τον Ερεχθέα, και δεν πήρες τη δική μου ζωή όπως θα μπορούσες, σου εγγυώμαι λοιπόν εγώ τη ζωή σου, κανείς δεν θα σε πειράξει!
-Ευχαριστώ βασιλιά, αλλά εγώ έχω ήδη πεθάνει, είπε ο Ύφαττος
-Δεν θέλω να σε χάσω Γέρο, του είπε η Ελλοπία τρομερά συγκινημένη
Το «Γέρος» με τον οποίο τον απεκάλεσε ήταν μια ιδιαίτερη και τρυφερή έκφραση ανάμεσά τους
-Σε ευχαριστώ και σένα μικρή θεά, όμως με έχει σκοτώσει προ πολλού αυτό εδώ το πτώμα, είπε ο επέτης δείχνοντας το κουφάρι του Άτλαντα προδότη. Τον θάνατο δεν τον αποφεύγει κανείς, μπορούμε όμως να διαλέξουμε τη στιγμή που θα τον συναντήσουμε, και για μένα αυτή η στιγμή είναι τώρα!
Χωρίς να πουν τίποτε άλλο, ο Ύφαττος έριξε μια τελευταία ματιά στο υπέροχο τοπίο που τόσο πολύ είχε αγαπήσει, πήρε μια βαθιά αναπνοή ανασαίνοντας τον αέρα που τόσο πολύ δικό του είχε αισθανθεί όλα αυτά τα χρόνια της παραμονής του στην αττική πελασγική γη και πήδησε στο κενό. Η γυναίκα του, η οικογένειά του, οι θάλασσες και τα βουνά της πατρίδας του δεν θα τον ξανάβλεπαν ζωντανό πια. Τα τριάντα μέτρα του γκρεμού σε συνδυασμό με τα βράχια που υπήρχαν κάτω έκαναν την πτώση θανατηφόρα. Ο Κέκρωψ κράτησε στην αγκαλιά του την Ελλοπία που ξέσπασε σε κλάματα.
Όμως ένας ακόμη θάνατος σε μια τέτοια μέρα, φορτωμένη με χιλιάδες θανάτους, δεν είχε και μεγάλη αξία. Την ώρα που ο επέτης εκδικείτο για λογαριασμό του λαού του, η σφαγή στην πεδιάδα των Τραπεζώνων συνεχιζόταν με αμείωτη ένταση.
Περικυκλωμένοι και με διασπασμένες τις γραμμές τους οι Άτλαντες πολεμούσαν σαν λιοντάρια και πριν πέσει ο καθένας τους έπαιρνε μαζί του και δυο και τρεις από τους εχθρούς του. Όμως το πλήθος των εξεγερμένων ήταν μεγάλο και παθιασμένο και έμοιαζε ανεξάντλητο. Γυναίκες και παιδιά έμπαιναν στη μάχη. Με σφεντόνες και ξύλα ενάντια στα ακόντια και τις απαστράπτουσες περικεφαλαίες. Με άγνοια κινδύνου και επιθυμία, λες, θανάτου. Ήταν ένα ανίκητο στράτευμα που δεν είχε τίποτα να φοβάται γιατί δεν επιθυμούσε να ζήσει άλλη μέρα χωρίς την ελευθερία του, επομένως τη νίκη σ’ αυτή τη μάχη.
Οι Άτλαντες είχαν ορκιστεί να δώσουν τον «υπέρ πάντων αγώνα» αλλά την ώρα της μάχης, αυτόν τον αγώνα τον έδιναν οι Αθηναίοι και οι σύμμαχοί τους. Με το ηθικό τους ανεβασμένο στους ουρανούς, με την θεά τους να μάχεται στο πλευρό τους, με τους αρχηγούς τους να δίνουν τη μάχη επιτιθέμενοι πρώτοι στον εχθρό και με το μεγάλο τους πλήθος να σκεπάζει το πεδίο της μάχης, κέρδισαν τη νίκη και κατατρόπωσαν τον στρατό των Ατλάντων, των κυρίαρχων της γης που ποτέ και πουθενά δεν είχαν γνωρίσει την ήττα. Ο Τυνδάμασσος έπεσε με το σπαθί στο χέρι.
Στο τέλος της μέρας δεν είχε μείνει κανείς. Πάνω από εξακόσιοι Άτλαντες είχαν πέσει μέχρις ενός. Και ταυτόχρονα έγινε το μακελειό των υπολοίπων διακοσίων που βλέποντας τη μάχη και την περικύκλωση των συντρόφων τους δεν άντεξαν να μένουν στα πλοία μακριά από την ακτή και αποφάσισαν να έρθουν κι αυτοί για ενίσχυση των συμπατριωτών τους. Έβγαλαν όλα τα πλοία στις ακτές και συντεταγμένοι αλλά βιαστικοί, με επικεφαλής τον νεαρό ευγενή και λαφαγέτη Υάκινθο, προχώρησαν προς το πεδίο της μάχης. Μόνο δύο πλοία διατάχτηκαν να μείνουν μακριά στην ανοιχτή θάλασσα με δέκα πολεμιστές- κωπηλάτες το καθένα κι επικεφαλής τον ναυσαγέτη Γαρύβαντα. Όλοι οι υπόλοιποι προχώρησαν προς την πεδιάδα των Τραπεζώνων και ρίχτηκαν στη μάχη για να ενισχύσουν τους σκληρά δοκιμαζόμενους και μαχόμενους ακόμα συμπολεμιστές τους. Έπεσαν και αυτοί μέχρις ενός.
Ο ήλιος κόντευε πια να δύσει όταν η φασαρία στο πεδίο της μάχης καταλάγιασε. Οι κρότοι των σπαθιών που κτυπούσαν τις ασπίδες, οι φωνές των πολεμιστών, οι κραυγές των πληγωμένων, οι σπαρακτικές κραυγές των γυναικών, ο αχός της μάχης σιγά-σιγά έδινε τη θέση του σε μια περίεργη σιωπή που διακοπτόταν από κάποια βογγητά, κάποια βήματα, κάποιες χαμηλόφωνες συνομιλίες. Δεν υπήρχαν αιχμάλωτοι ανάμεσα στους ηττημένους. Φωτιές μεγάλες είχαν ανάψει μέσα στη θάλασσα. Ήταν τα πλοία του ατλαντικού στόλου που καίγονταν. Τα είχαν κάψει οι λίγοι Άτλαντες με τον Γαρύβαντα που είχαν μείνει πίσω. Βλέποντας την καταστροφή δεν ήθελαν να αφήσουν ένα τέτοιο στόλο λάφυρο στους Αθηναίους. Έβαλαν φωτιά σε όλα τα πλοία αφού τα περιέχυσαν με λάδι και πίσσα και τα άφησαν να καίγονται μέσα στην ανοιχτή θάλασσα μέχρι να βυθιστούν τα αποκαΐδια τους. Και καθώς ο ήλιος έπεφτε και οι φωτιές άναβαν, το τοπίο είχε αποκτήσει μια αγριάδα μοναδική. Ο Χάρος μόνο φαινόταν να κόβει βόλτες πάνω από τους σωρούς των πτωμάτων.
Πολεμιστές του Πελασγικού στρατού μάζευαν τον οπλισμό και αποτελείωναν όποιον υπέφερε περιμένοντας έναν αργό θάνατο στο πεδίο της μάχης, ενώ οι άγριες φυλές που είχαν συμμαχήσει με τους Αθηναίους και τους Πελασγούς και είχαν βοηθήσει στη μάχη, μάζευαν τώρα το πλιάτσικο και αναχωρούσαν για τις σπηλιές και τις νομαδικές τους εγκαταστάσεις. Το τέλος της μέρας σήμανε και το τέλος της ατλαντικής παρουσίας στην Αττική. Η αυτοκρατορική φρουρά και ο μεγάλος στόλος με το τεράστιο για την εποχή εκστρατευτικό σώμα δεν υπήρχαν πια. Η αποστολή είχε σημειώσει παταγώδη αποτυχία και οι Πελασγοί της Αττικής γης με πρώτους από όλους τους Αθηναίους ήταν ελεύθεροι.
Ο Κέκρωψ και οι ήρωες γιοι του καθώς και οι άλλοι αρχηγοί των πόλεων της Πελασγικής Αττικής γης έκαναν μια βόλτα ανάμεσα στα κουφάρια των νεκρών πολεμιστών. Δεν μπορούσαν καλά-καλά να πιστέψουν αυτό που είχαν πετύχει. Είχαν νικήσει ην Ατλαντίδα στο πεδίο της μάχης! Είχαν μετατρέψει τα πιο τρελά τους όνειρα σε πραγματικότητα!
Καθώς ο ήλιος της Αττικής χαμήλωνε, και οι φωτιές των πλοίων έσβηναν σιγά-σιγά, ένα βαθύ κόκκινο χρώμα είχε βάψει το τοπίο. Γυναίκες και πολεμιστές χωρίς τις πανοπλίες τους μάζευαν τους νεκρούς και τους σώριαζαν σε ένα ξεχωριστό σημείο, εκεί όπου τα σώματα των νεκρών θα καίγονταν με τιμές και θα θάβονταν στο μνημείο που θα στηνόταν αργότερα για να θυμίζει τη μεγάλη νίκη των Αθηναίων και των συμμάχων τους επί της ατλαντικής αυτοκρατορίας.
Όλα αυτά γίνονταν με αργό και σχεδόν τελετουργικό ρυθμό. Η συλλογή των νεκρών θα κρατούσε έτσι κι αλλιώς ολόκληρη την άλλη μέρα και ίσως ακόμα περισσότερο καθώς υπήρχαν χιλιάδες νεκροί που περίμεναν την τελευταία τους περιποίηση και ταφή εκεί στην πεδιάδα των Τραπεζώνων. Πάνω από χίλιοι άτλαντες και πάνω από τρεις χιλιάδες Αθηναίοι, Πελασγοί της Αττικής γης, μιγάδες, άγριοι και άλλοι σύμμαχοι των γηγενών κείτονταν στο χώμα και το χορτάρι. Θνητοί αυτοί που είχαν δώσει μια μάχη ισάξια με μία μάχη των θεών!
Δεν υπήρχαν πια ούτε Τυνδάμασσος ούτε Ύφαττος, ούτε Γελεσσός, ούτε κανείς! Οι υπερήφανοι Άτλαντες που λίγες μόνο μέρες πριν κοιτούσαν ευτυχείς και έκθαμβοι τον τεράστιο ένδοξο στόλο τους και την απόρθητη Λάρισσα και τον Αττικό Πελασγικό κάμπο που ήταν όλος δικός τους, τώρα κείτονταν νεκροί βαμμένοι στο αίμα τους και με τα μάτια τους αιώνια κλειστά. Και οι σπουδαίοι λαφαγέτες που διοικούσαν τον αυτοκρατορικό στρατό και τα γρήγορα πλοία, κείτονταν κι αυτοί νεκροί, σωριασμένοι ανάμεσα στα χιλιάδες πτώματα, δίπλα στις γυναίκες των πελασγών, δίπλα στις σωρούς των αγρίων, δίπλα στους μιγάδες, δίπλα στα παιδιά που είχαν αφήσει κι αυτά την τελευταία τους πνοή στους Τραπεζώνες όπου είχε διεξαχθεί η μάχη των αιώνων κι ο θρίαμβος των Αθηναίων απέναντι στους υπερόπτες Άτλαντες.